περιημεκτέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être mécontent : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἡμεκτέω]].
|btext=-ῶ :<br />être mécontent : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἡμεκτέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιημεκτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι εξαιρετικά πικραμένος, [[δυσφορώ]] υπερβολικά, με δοτ., σε Ηρόδ.· με γεν. προσ., [[αγανακτώ]] με κάποιον, στον ίδ. (η προέλ. από το <i>-[[ημεκτέω]]</i> είναι αμφίβ.).
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιημεκτέω Medium diacritics: περιημεκτέω Low diacritics: περιημεκτέω Capitals: ΠΕΡΙΗΜΕΚΤΕΩ
Transliteration A: periēmektéō Transliteration B: periēmekteō Transliteration C: periimekteo Beta Code: perihmekte/w

English (LSJ)

   A to be aggrieved, chafe, τῇ συμφορῇ, τῇ δουλοσύνῃ, τῇ ἀπάτῃ, etc., Hdt.1.44,164, 4.154, al.: c. gen. pers., to be aggrieved at or with him, Id.8.109: abs., Id.1.114. (ἡμεκτέω only in Hsch.)

German (Pape)

[Seite 576] (das simplex kommt nicht vor, wahrscheinlich hängt es mit αἷμα, αἱμάσσω zusammen und drückt den heftigen Schmerz einer Wunde aus, vgl. ἡμωδία, ἡμωδιάω), eigtl. heftigen Schmerz empfinden, betrübt, unwillig sein oder werden; τῇ συμφορῇ, über das Unglück, Her. 1, 44; τῇ δουλοσύνῃ, 1, 164, öfter; u. absolut, 1, 114; u. c. gen., 8, 109; οὗτοι γὰρ μάλιστα ἐκπεφευγότων περιημέκτεον, sie waren am meisten darüber unwillig, daß jene entflohen waren; die VLL. erkl. ἀγανακτεῖν, ἀνιᾶσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

περιημεκτέω: κυρίως, αἰσθάνομαι σφοδρὸν πόνον, ἀνιῶμαι μεγάλως, δυσφορῶ, ἀγανακτῶ, τινί, διά τι πρᾶγμα, ὡς τῇ συμφορῇ, τῇ δουλοσύνῃ, τῇ ἀπάτῃ, κτλ., Ἡρόδ. 1.44, 164., 4.154· ἀλλὰ μετὰ γεν. προσ., ἀγανακτῶ, δυσαρεστοῦμαι πρός τινα, κατά τινος, 8.109· ἀπολ., 1.114. (Τὸ ἁπλοῦν -ημεκτέω ἀπαντᾷ μόνον ἐν νόθῳ τινὶ γλωσσ. τοῦ Ἡσυχ., ἴδε Schmidt. Ἡ κατάληξις δύναται νὰ παραβληθῇ πρὸς τὴν τοῦ πλέονεκτέω καὶ ἀγανακτέω, ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τῆς συλλαβῆς -ημ δὲν ἔχει ἀνακαλυφθῆ).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être mécontent : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn.
Étymologie: περί, ἡμεκτέω.

Greek Monotonic

περιημεκτέω: μέλ. -ήσω, είμαι εξαιρετικά πικραμένος, δυσφορώ υπερβολικά, με δοτ., σε Ηρόδ.· με γεν. προσ., αγανακτώ με κάποιον, στον ίδ. (η προέλ. από το -ημεκτέω είναι αμφίβ.).