προαπολείπω: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («οὐ προαπολείπει τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν [[χῆρος]] ἤ [[χήρα]] γένηται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για το [[νερό]]) [[παρουσιάζω]] [[έλλειψη]] εκ τών προτέρων<br /><b>3.</b> [[αποκάμνω]] [[πρώτος]] ή εκ τών προτέρων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προαπολείπω]] τὴν πρᾱξιν» — [[εγκαταλείπω]] [[πρώτος]] εγώ τον τρόπο της ενέργειας<br />β) «[[προαπολείπω]] τὸν βίον» ή [[απλώς]] «[[προαπολείπω]]» — [[πεθαίνω]] [[πριν]] να τελειώσω [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀπολείπω]] «[[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («οὐ προαπολείπει τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν [[χῆρος]] ἤ [[χήρα]] γένηται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για το [[νερό]]) [[παρουσιάζω]] [[έλλειψη]] εκ τών προτέρων<br /><b>3.</b> [[αποκάμνω]] [[πρώτος]] ή εκ τών προτέρων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προαπολείπω]] τὴν πρᾱξιν» — [[εγκαταλείπω]] [[πρώτος]] εγώ τον τρόπο της ενέργειας<br />β) «[[προαπολείπω]] τὸν βίον» ή [[απλώς]] «[[προαπολείπω]]» — [[πεθαίνω]] [[πριν]] να τελειώσω [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀπολείπω]] «[[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προαπολείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αμτβ., [[εγκαταλείπω]] εκ των προτέρων, [[αποτυγχάνω]] [[πρώτος]], δηλ. σε [[σύγκριση]] με κάποιον [[άλλο]], με γεν., σε Αντιφών. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A leave beforehand, οὐ π. τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν χῆρος ἢ χήρα γένηται, of doves, Arist.HA612b33; of water, quit certain places first, Id.Mete.352b11; π. τὴν τάξιν depart from the natural order first, Id.Rh. Al.1438a31. II intr., fail before or first, Hp.Mul.1.59: c.gen., fail before, i.e. in comparison with, τοῦ σώματος . . ἡ ψυχὴ π. Antipho 5.93; προαπολείπει τῆς προθυμίας ἡ δύναμις Plu.2.789d:—Med., ib. 1078f. 2 desist first, Paus.2.1.5.
German (Pape)
[Seite 708] vorher verlassen, τάξιν, Arist. rhet. Al. 31, 5; sc. βίον, vorher sterben, ψυχή, Antiph. 5, 93; Hippocr. u. Folgde, wie Pausan.; Plut. S. N. V. 13.
Greek (Liddell-Scott)
προαπολείπω: ἀπολείπω πρότερον, οὐ πρ. τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν χῆρος ἢ χήρα γένηται, ἐπὶ περιστερῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 4· ἐπὶ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 14, 17· προαπολείπω τὴν πρᾶξιν, πρῶτος ἐγὼ ἐγκαταλείπω τὸν τρόπον τῆς ἐνεργείας, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 31, 5. ΙΙ. ἀμεταβ., ἀποκάμνω πρῶτος ἢ πρότερον, Ἱππ. 611. 17· μετὰ γεν., ἀποκάμνω πρότερον, δηλ. ἐν συγκρίσει πρός τι, τοῦ σώματος... πρ. ἡ ψυχὴ Ἀντιφῶν 149. 29· δύναμις προαπολείπει προθυμίας Πλούτ. 2. 789D· πρβλ. 797D· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, αὐτόθι 1078F. 2) (ἐξυπακ. τὸν βίον), ἀποθνήσκω πρότερον, ὃς δὲ ἐπεχείρησε Πελοπόννησον ἐργάσασθαι νῆσον, προαπέλιπε διορύσσων τὸν Ἰσθμὸν Παυσ. 2. 1, 5.
French (Bailly abrégé)
abandonner auparavant;
Moy. προαπολείπομαι m. sign.
Étymologie: πρό, ἀπολείπω.
Greek Monolingual
Α
1. αφήνω, εγκαταλείπω κάτι προηγουμένως («οὐ προαπολείπει τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν χῆρος ἤ χήρα γένηται», Αριστοτ.)
2. (για το νερό) παρουσιάζω έλλειψη εκ τών προτέρων
3. αποκάμνω πρώτος ή εκ τών προτέρων
4. φρ. α) «προαπολείπω τὴν πρᾱξιν» — εγκαταλείπω πρώτος εγώ τον τρόπο της ενέργειας
β) «προαπολείπω τὸν βίον» ή απλώς «προαπολείπω» — πεθαίνω πριν να τελειώσω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀπολείπω «αφήνω, εγκαταλείπω»].
Greek Monotonic
προαπολείπω: μέλ. -ψω, αμτβ., εγκαταλείπω εκ των προτέρων, αποτυγχάνω πρώτος, δηλ. σε σύγκριση με κάποιον άλλο, με γεν., σε Αντιφών.