πότημα: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ήματος, τὸ, Α<br />το [[πέταγμα]] («[[ὑπέρ]] τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν [[ἦλθον]] διώκουσ'», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ποτ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του [[πέτομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i>].———————— <b>(II)</b><br />-ήματος, τὸ, ΝΜΑ<br />[[καθετί]] που πίνεται, [[ποτό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υγρό]] [[φάρμακο]] που δίνεται για εσωτερική [[χρήση]] και λαμβάνεται με [[κουτάλι]]<br />(μσν-αρχ.) το [[καταπότι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]] (<b>πρβλ.</b> <i>πο</i>-<i>τ</i>-<i>ός</i>, <b>βλ. λ.</b> [[πίνω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρόφ</i>-<i>ημα</i>)]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ήματος, τὸ, Α<br />το [[πέταγμα]] («[[ὑπέρ]] τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν [[ἦλθον]] διώκουσ'», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ποτ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του [[πέτομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i>].———————— <b>(II)</b><br />-ήματος, τὸ, ΝΜΑ<br />[[καθετί]] που πίνεται, [[ποτό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υγρό]] [[φάρμακο]] που δίνεται για εσωτερική [[χρήση]] και λαμβάνεται με [[κουτάλι]]<br />(μσν-αρχ.) το [[καταπότι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]] (<b>πρβλ.</b> <i>πο</i>-<i>τ</i>-<i>ός</i>, <b>βλ. λ.</b> [[πίνω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρόφ</i>-<i>ημα</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πότημα:''' -ατος, τό ([[ποτάομαι]]), [[πτήση]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
(A), ατος, τό,
A flight, A.Eu.250 (πωτήμασι codd.).
πότημα (B), ατος, τό, (πίνω)
A draught, potion, Hp.Aff.18 (pl.), Erasistr. ap. Gal.11.200, Dsc.2.159 (pl.), Orib.Fr.50 (pl.). II pill, Paul.Aeg.3.20.
German (Pape)
[Seite 689] τό, das Getrunkene, Hippocr. u. Sp., wie LXX.
Greek (Liddell-Scott)
πότημα: πτῆσις, ἀπτέροις ποτήμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 250, ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ τῆς γραφῆς τοῦ Ἀντιγράφου πωτήμασι, διότι οἱ Τραγ. ἔχουσιν ἀείποτε ποτάομαι, οὐχὶ πωτ-.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. πόμα.
Étymologie: ποτάομαι.
Greek Monolingual
(I)
-ήματος, τὸ, Α
το πέταγμα («ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον διώκουσ'», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του πέτομαι + κατάλ. -ημα].———————— (II)
-ήματος, τὸ, ΝΜΑ
καθετί που πίνεται, ποτό
νεοελλ.
υγρό φάρμακο που δίνεται για εσωτερική χρήση και λαμβάνεται με κουτάλι
(μσν-αρχ.) το καταπότι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (πρβλ. πο-τ-ός, βλ. λ. πίνω) + κατάλ. -ημα (πρβλ. τρόφ-ημα)].