προευαγγελίζομαι: Difference between revisions
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(34) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[ευαγγελίζομαι]], [[φέρνω]] χαρούμενη [[αγγελία]] εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εὐαγγελίζομαι]] «[[αναγγέλλω]] ευχάριστες ειδήσεις»]. | |mltxt=ΝΜΑ<br />[[ευαγγελίζομαι]], [[φέρνω]] χαρούμενη [[αγγελία]] εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εὐαγγελίζομαι]] «[[αναγγέλλω]] ευχάριστες ειδήσεις»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προευαγγελίζομαι:''' αποθ., [[φέρνω]] καλές ειδήσεις από [[πριν]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A bring glad tidings before, Ph.1.7,602, Sch.S. Tr.335; τῷ Ἀβραὰμ ὅτι . . Ep.Gal.3.8.
German (Pape)
[Seite 722] dep. med., vorher eine frohe Botschaft bringen, Sp.
French (Bailly abrégé)
annoncer d’avance une bonne nouvelle.
Étymologie: πρό, εὐαγγελίζομαι.
English (Strong)
middle voice from πρό and εὐαγγελίζω; to announce glad news in advance: preach before the gospel.
English (Thayer)
1st aorist 3rd person singular προευηγγελίσατο; to announce or promise glad tidings beforehand (viz. before the event by which the promise is made good): Philo de opif. mund. § 9; mutat. nom. § 29; Byzantine writings.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ
ευαγγελίζομαι, φέρνω χαρούμενη αγγελία εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + εὐαγγελίζομαι «αναγγέλλω ευχάριστες ειδήσεις»].
Greek Monotonic
προευαγγελίζομαι: αποθ., φέρνω καλές ειδήσεις από πριν, σε Καινή Διαθήκη