προορίζω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
(34)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[ὁρίζω]]<br />[[ορίζω]] εκ τών προτέρων για έναν σκοπό, [[αποφασίζω]] από [[πριν]], [[προαποφασίζω]], [[κανονίζω]] από [[πριν]], [[προδιαγράφω]] (α. «προορίζει τον γιο του για γιατρό» β. «ὅσα ἡ [[χείρ]] σου καὶ ἡ [[βουλή]] σου προώρισε [[γενέσθαι]]», ΚΔ<br />γ. «ἡμέραν προορίσαι, Ηλιόδ.) || (νεοελλ.-μσν.) [[ξεχωρίζω]] κάποιον, τον [[εκλέγω]] για [[κάτι]] σημαντικό (α. «τον προόριζε ο Θεός για μάρτυρα» β. «ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν προωρισμένην τε καὶ ἐκλελεγμένην», Μηναί.).
|mltxt=ΝΜΑ [[ὁρίζω]]<br />[[ορίζω]] εκ τών προτέρων για έναν σκοπό, [[αποφασίζω]] από [[πριν]], [[προαποφασίζω]], [[κανονίζω]] από [[πριν]], [[προδιαγράφω]] (α. «προορίζει τον γιο του για γιατρό» β. «ὅσα ἡ [[χείρ]] σου καὶ ἡ [[βουλή]] σου προώρισε [[γενέσθαι]]», ΚΔ<br />γ. «ἡμέραν προορίσαι, Ηλιόδ.) || (νεοελλ.-μσν.) [[ξεχωρίζω]] κάποιον, τον [[εκλέγω]] για [[κάτι]] σημαντικό (α. «τον προόριζε ο Θεός για μάρτυρα» β. «ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν προωρισμένην τε καὶ ἐκλελεγμένην», Μηναί.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προορίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ορίζω]] εκ των προτέρων, [[ορίζω]] από [[πριν]], [[προορίζω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προορίζω Medium diacritics: προορίζω Low diacritics: προορίζω Capitals: ΠΡΟΟΡΙΖΩ
Transliteration A: proorízō Transliteration B: proorizō Transliteration C: proorizo Beta Code: proori/zw

English (LSJ)

   A determine beforehand, ἡμέραν Hld.7.24; predetermine, predestine, ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν Ep.Eph.1.5; τι γενέσθαι Act.Ap.4.28; τινὰς συμμόρφους (sc. γενέσθαι) Ep.Rom.8.29.

German (Pape)

[Seite 737] vorher bestimmen, Sp., wie N. T.; begränzen; med. sich vorher den Werth bestimmen, sich ein Grundstück hypothekarisch versichern lassen (s. ὅροι), Dem. τὴν οἰκίαν προωρίσατο δισχιλίων, 31, 4, wo Bekker προσωρίσατο lies't.

Greek (Liddell-Scott)

προορίζω: ὁρίζω ἐκ τῶν προτέρων, ἡμέραν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἡλιοδ.· ὁρίζω ἐκ τῶν προτέρων, προαποφασίζω, τινὰς εἴς τι Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. α΄, 5· τὶ γενέσθαι Πράξεις Ἀπ. δ΄, 28· τινὰ σύμμορφον (ἐξυπ. γενέσθαι) Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. η΄, 29. ― Μέσ., σημειῶ τι ἐκ τῶν προτέρων, διάφ. γραφ. ἀντὶ προσωρίσατο παρὰ Δημ., ἴδε ἐν λέξ. προσορίζω.

French (Bailly abrégé)

déterminer ou fixer auparavant.
Étymologie: πρό, ὁρίζω.

English (Strong)

from πρό and ὁρίζω; to limit in advance, i.e. (figuratively) predetermine: determine before, ordain, predestinate.

English (Thayer)

1st aorist προορισα; 1st aorist passive participle προορισθεντες; to predetermine, decide beforehand, Vulg. (except in Acts) praedestino (R. V. to foreordain): in the N. T. of God decreeing from eternity, followed by an accusative with the infinitive τί, with the addition of πρό τῶν αἰώνων τινα, with a predicate acc, to foreordain, appoint beforehand, τινα εἰς τί, one to obtain a thing. προορισθεντες namely, κληρωθῆναι, Heliodorus and ecclesiastical writings. (Ignatius ad Eph. tit.))

Greek Monolingual

ΝΜΑ ὁρίζω
ορίζω εκ τών προτέρων για έναν σκοπό, αποφασίζω από πριν, προαποφασίζω, κανονίζω από πριν, προδιαγράφω (α. «προορίζει τον γιο του για γιατρό» β. «ὅσα ἡ χείρ σου καὶ ἡ βουλή σου προώρισε γενέσθαι», ΚΔ
γ. «ἡμέραν προορίσαι, Ηλιόδ.)

Greek Monotonic

προορίζω: μέλ. -σω, ορίζω εκ των προτέρων, ορίζω από πριν, προορίζω, σε Καινή Διαθήκη