προκόλπιον: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Α<br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] ιματίου που διπλωνόταν [[μπροστά]] από το [[στήθος]]<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[κόλπος]] [[πριν]] από [[λιμάνι]] ή [[άλλο]] [[κόλπο]], [[είσοδος]], [[στόμιο]] κόλπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόλπιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐγ</i>-<i>κόλπιον</i>]. | |mltxt=το, Α<br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] ιματίου που διπλωνόταν [[μπροστά]] από το [[στήθος]]<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[κόλπος]] [[πριν]] από [[λιμάνι]] ή [[άλλο]] [[κόλπο]], [[είσοδος]], [[στόμιο]] κόλπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόλπιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐγ</i>-<i>κόλπιον</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προκόλπιον:''' τό, ύφασμα που πέφτει γύρω από το [[στήθος]], σε Θεόφρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, (κόλπος)
A part of a robe which falls over the breast, Thphr.Char.6.8,22.7, Luc.Pisc.7, etc.; θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ π. φέρει ἀργύριον Men.201, cf. Epit.165. II entrance into a gulf, Ach. Tat.1.1: dub. sens. in Sammelb.676.6 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 731] τό, das sich vor der Brust faltende Kleid od. Gewand, der Busen; Theophr. char. 6, 4. 22, 2, Luc. Pisc. 7 u. öfter. – Auch der vordere Theil eines Meerbusens, Hafens, Ach. Tat. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
προκόλπιον: τό, (κόλπος) τὸ πρὸ τοῦ κόλπου διπλούμενον μέρος τοῦ ἱματίου, Θεοφρ. Χαρ. 6 καὶ 22, Λουκ. κλπ.· θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ πρ. φέρει ἀργύριον Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1. ΙΙ. μικρὸς κόλπος πρὸ λιμένος ἢ κόλπου, τοῦ λιμένος εἰς τὸ προκόλπιον Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 1, ἴδε Ἰακώψ. ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 partie de vêtement qui couvre le sein;
2 partie antérieure ou entrée d’un golfe.
Étymologie: πρό, κόλπος.
Greek Monolingual
το, Α
1. το τμήμα ιματίου που διπλωνόταν μπροστά από το στήθος
2. μικρός κόλπος πριν από λιμάνι ή άλλο κόλπο, είσοδος, στόμιο κόλπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κόλπιον (< κόλπος), πρβλ. ἐγ-κόλπιον].
Greek Monotonic
προκόλπιον: τό, ύφασμα που πέφτει γύρω από το στήθος, σε Θεόφρ.