προσαναλίσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
(34)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[σπαταλώ]] ή [[δαπανώ]] [[κάτι]] επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναλίσκω]] «[[καταναλώνω]], [[ξοδεύω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br />[[σπαταλώ]] ή [[δαπανώ]] [[κάτι]] επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναλίσκω]] «[[καταναλώνω]], [[ξοδεύω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσᾰνᾱλίσκω:''' μέλ. <i>-ανᾱλώσω</i>, [[σκορπώ]] ή [[καταναλώνω]] [[επιπλέον]], σε Πλάτ., Δημ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰνᾱλίσκω Medium diacritics: προσαναλίσκω Low diacritics: προσαναλίσκω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΛΙΣΚΩ
Transliteration A: prosanalískō Transliteration B: prosanaliskō Transliteration C: prosanalisko Beta Code: prosanali/skw

English (LSJ)

fut. -ανᾱλώσω,

   A lavish or consume besides, καὶ τὰ τῶν φίλων π. Pl.Prt.311d; τὰς ἰδίας οὐσίας D.20.10, cf. D.C.43.18; π. οὐκ ὀλίγα χρήματα IG22.834.7; π. χρόνον ἱστοῖς waste further time on . ., D.L.6.98; μισθούς τινι Porph.Abst.1.56.

German (Pape)

[Seite 749] (s. ἀναλίσκω), noch dazu verwenden, verthun; Ar. Ach. 701; καὶ τὰ τῶν φίλων προσαναλίσκοντες, Plat. Prot. 311 d; οἱ δὲ καὶ προσανηλωκότες χρήματα, Xen. An. 6, 2, 8, wo Krüger προανηλωκότες vermuthet; πρὸς τοῖς αὑτοῦ καὶ τὰ τῶν ἄλλων, Dem. 40, 58 (Bekk. simpl.); Sp., wie D. L. 6, 98.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰνᾱλίσκω: μέλλ. -ανᾱλώσω, καταναλίσκω προσέτι, πρ. καὶ τὰ τῶν φίλων Πλάτ. Πρωτ. 311D· τὰς ἰδίας οὐσίας Δημ. 466. 2· πρὸς τοῖς αὑτοῦ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ὁ αὐτ. 1025. 20· πρ. χρόνον ἱστοῖς, δαπανῶ χρόνον εἰς..., Διογ. Λ. 6. 98.

French (Bailly abrégé)

dépenser ou épuiser en outre.
Étymologie: πρός, ἀναλίσκω.

English (Strong)

from πρός and ἀναλίσκω; to expend further: spend.

English (Thayer)

1st aorist participle feminine προσαναλώσασα; to expend besides (πρός, IV:2): ἰατροῖς (i. e. upon physicians, Buttmann, § 133,1; εἰς ἰατρούς (cf. Winer's Grammar, 213 (200))) τόν βίον, WH omits; Tr marginal reading brackets the clause). (Xenophon, Plato, Demosthenes, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

ΜΑ
σπαταλώ ή δαπανώ κάτι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναλίσκω «καταναλώνω, ξοδεύω»].

Greek Monotonic

προσᾰνᾱλίσκω: μέλ. -ανᾱλώσω, σκορπώ ή καταναλώνω επιπλέον, σε Πλάτ., Δημ.