πρόσοιδα: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(παρακμ. ενός αμάρτυρου ενεστ.)<br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]] και [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[χάριν]] [[προσειδέναι]]» — [[είμαι]] [[ακόμη]] μια [[φορά]] [[ευγνώμων]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οἶδα]] «[[γνωρίζω]]»].
|mltxt=Α<br />(παρακμ. ενός αμάρτυρου ενεστ.)<br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]] και [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[χάριν]] [[προσειδέναι]]» — [[είμαι]] [[ακόμη]] μια [[φορά]] [[ευγνώμων]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οἶδα]] «[[γνωρίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόσοιδα:''' παρακ. [[χωρίς]] ενεστ. (βλ. *[[εἴδω]] Β), [[γνωρίζω]] [[επιπλέον]]· [[προσειδέναι]] [[χάριν]], [[οφείλω]] [[επιπλέον]] [[χάρη]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσοιδα Medium diacritics: πρόσοιδα Low diacritics: πρόσοιδα Capitals: ΠΡΟΣΟΙΔΑ
Transliteration A: prósoida Transliteration B: prosoida Transliteration C: prosoida Beta Code: pro/soida

English (LSJ)

pf. without pres. in use (cf. Εἴδω), prop.

   A know besides: only in phrase χάριν προσειδέναι be grateful besides, Pl.Ap.20a; χάριν προσείσομαι Ar.V.1420.

German (Pape)

[Seite 774] s. προσείδω.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσοιδα: πρκμ. ἄνευ ἐνεστῶτος (ἴδε *εἴδω Β), οἶδα, γινώσκω προσέτι, προσειδέναι χάριν, εἰδέναι χάριν προσέτι, Ἀριστοφ. Σφ. 1420 (ὁ Δινδ. πρὸς εἰδ.), Πλάτ. Ἀπολ. 20Α.

French (Bailly abrégé)

v. *προσείδω, savoir en outre : χάριν, savoir en outre gré à qqn.
Étymologie: πρός, οἶδα.

Greek Monolingual

Α
(παρακμ. ενός αμάρτυρου ενεστ.)
1. γνωρίζω και κάτι ακόμη
2. φρ. «χάριν προσειδέναι» — είμαι ακόμη μια φορά ευγνώμων σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οἶδα «γνωρίζω»].

Greek Monotonic

πρόσοιδα: παρακ. χωρίς ενεστ. (βλ. *εἴδω Β), γνωρίζω επιπλέον· προσειδέναι χάριν, οφείλω επιπλέον χάρη, σε Αριστοφ., Πλάτ.