πρυμνήτης: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(35) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[ναύτης]] του πολεμικού ναυτικού που έχει [[υπηρεσία]] στην [[πλευρά]] της πρύμνης<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει από το [[μέρος]] της πρύμνης, ο [[ούριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κυβερνήτης]] ή [[πηδαλιούχος]], του οποίου η [[θέση]] ήταν στην [[πρύμνη]], ο [[οιακιστής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[ηγεμόνας]] χώρας<br /><b>3.</b> (για ούριο άνεμο) ο αργέστης<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> [[πρυμνήσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ητης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀλ</i>-<i>ήτης</i>: <i>ἄλη</i>, <i>ἀγορ</i>-<i>ητής</i>: <i>ἀγορᾱ</i>, <i>μαχ</i>-<i>ητής</i>: [[μάχη]], τ. που [[πρέπει]] να έχουν προέλθει [[μάλλον]] από ουσ. σε -<i>η</i> [[παρά]] από τα αντίστοιχα ρ. σε -<i>ῶ</i> / -<i>άω</i>)]. | |mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[ναύτης]] του πολεμικού ναυτικού που έχει [[υπηρεσία]] στην [[πλευρά]] της πρύμνης<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει από το [[μέρος]] της πρύμνης, ο [[ούριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κυβερνήτης]] ή [[πηδαλιούχος]], του οποίου η [[θέση]] ήταν στην [[πρύμνη]], ο [[οιακιστής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[ηγεμόνας]] χώρας<br /><b>3.</b> (για ούριο άνεμο) ο αργέστης<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> [[πρυμνήσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ητης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀλ</i>-<i>ήτης</i>: <i>ἄλη</i>, <i>ἀγορ</i>-<i>ητής</i>: <i>ἀγορᾱ</i>, <i>μαχ</i>-<i>ητής</i>: [[μάχη]], τ. που [[πρέπει]] να έχουν προέλθει [[μάλλον]] από ουσ. σε -<i>η</i> [[παρά]] από τα αντίστοιχα ρ. σε -<i>ῶ</i> / -<i>άω</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρυμνήτης:''' -ου, ὁ ([[πρύμνα]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πηδαλιούχος]], [[κυβερνήτης]]· μεταφ., χώρας [[πρυμνήτης]] [[ἄναξ]], ο [[κυβερνήτης]] της πολιτείας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως αρσ. επίθ. = [[πρυμνήσιος]], πρ. [[κάλως]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A steersman: metaph., χώρας τῆσδε π. ἄναξ 'the pilot' of the State, A.Eu.16; ἄνδρα . . π. χθονός ib. 765. II as masc. Adj.,= foreg., π. κάλως E.Med.770. 2 of a fair wind, v.l. for ἀργέστης, A.R.4.1628.
Greek (Liddell-Scott)
πρυμνήτης: -ου, ὁ, (πρύμνα) ὁ κυβερνήτης ἢ πηδαλιοῦχος, οὗ ἡ θέσις εἶναι ἐπὶ τῆς πρύμνης· - μεταφ., χώρας τῆσδε πρ. ἄναξ, ὁ πηδαλιοῦχος τῆς χώρας, κυβερνήτης, Αἰσχύλ. Εὐμ. 16· ἄνδρα... πρ. χθονὸς αὐτόθι 765· πρβλ. πρῳράτης. ΙΙ. ὡς ἀρσ. ἐπίθ. = πρυμνήσιος, πρ. κάλως Εὐρ. Μήδ. 770· - ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, ἀντὶ τοῦ ἀργέστης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1628.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de la poupe : πρυμνήτης κάλως EUR câble de la poupe, amarre ; fig. πρυμνήτης ἄναξ ESCHL ou ἀνήρ ESCHL le pilote (de l’État).
Étymologie: πρύμνα.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. ναυτ. ναύτης του πολεμικού ναυτικού που έχει υπηρεσία στην πλευρά της πρύμνης
2. ως επίθ. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το μέρος της πρύμνης, ο ούριος
αρχ.
1. κυβερνήτης ή πηδαλιούχος, του οποίου η θέση ήταν στην πρύμνη, ο οιακιστής
2. μτφ. ο ηγεμόνας χώρας
3. (για ούριο άνεμο) ο αργέστης
4. ως επίθ. πρυμνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + επίθημα -ητης (πρβλ. ἀλ-ήτης: ἄλη, ἀγορ-ητής: ἀγορᾱ, μαχ-ητής: μάχη, τ. που πρέπει να έχουν προέλθει μάλλον από ουσ. σε -η παρά από τα αντίστοιχα ρ. σε -ῶ / -άω)].
Greek Monotonic
πρυμνήτης: -ου, ὁ (πρύμνα),
I. πηδαλιούχος, κυβερνήτης· μεταφ., χώρας πρυμνήτης ἄναξ, ο κυβερνήτης της πολιτείας, σε Αισχύλ.
II. ως αρσ. επίθ. = πρυμνήσιος, πρ. κάλως, σε Ευρ.