στόλισμα: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[στολίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[στολίζω]], [[διακόσμηση]], [[καλλωπισμός]] (α. «το [[στόλισμα]] της νύφης» β. «το [[στόλισμα]] του Επιταφίου»)<br /><b>2.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[κόσμημα]], [[στολίδι]] («[[είναι]] το [[στόλισμα]] του σπιτιού»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ενδυμασία]], [[φόρεμα]]. | |mltxt=το, ΝΜΑ [[στολίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[στολίζω]], [[διακόσμηση]], [[καλλωπισμός]] (α. «το [[στόλισμα]] της νύφης» β. «το [[στόλισμα]] του Επιταφίου»)<br /><b>2.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[κόσμημα]], [[στολίδι]] («[[είναι]] το [[στόλισμα]] του σπιτιού»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ενδυμασία]], [[φόρεμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στόλισμα:''' -ατος, τό ([[στολίζω]]), [[ένδυμα]], [[χλαίνη]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A equipment, garment, E.Hec.1156, Stud.Pal.22.183.45 (ii A.D.), etc., prob. in PTeb.598 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 946] τό, Rüstung, Bekleidung, γυμνόν μ' ἔθηκαν διπτύχου στολίσματος Eur. Hec. 1156.
Greek (Liddell-Scott)
στόλισμα: τό, ἔνδυμα, μανδύας, Εὐρ. Ἑκ. 1156.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement.
Étymologie: στολίζω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ στολίζω
νεοελλ.
1. η ενέργεια του στολίζω, διακόσμηση, καλλωπισμός (α. «το στόλισμα της νύφης» β. «το στόλισμα του Επιταφίου»)
2. (κυριολ. και μτφ.) κόσμημα, στολίδι («είναι το στόλισμα του σπιτιού»)
μσν.-αρχ.
ενδυμασία, φόρεμα.