συγγνωμονικός: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγγνώμων]], -<i>ονος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[πρόθυμος]] στο να συγχωρεί, που του αρέσει να συγχωρεί («οὐ γὰρ τιμωρητικὸς ὁ πρᾱος ἀλλὰ [[συγγνωμονικός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(ρητ.)</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ομολογία]] ή σε [[αναίρεση]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[άξιος]] συγγνώμης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγγνωμονικῶς</i> Α<br />με [[διάθεση]] για [[συγγνώμη]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[συγγνώμων]], -<i>ονος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[πρόθυμος]] στο να συγχωρεί, που του αρέσει να συγχωρεί («οὐ γὰρ τιμωρητικὸς ὁ πρᾱος ἀλλὰ [[συγγνωμονικός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(ρητ.)</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ομολογία]] ή σε [[αναίρεση]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[άξιος]] συγγνώμης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγγνωμονικῶς</i> Α<br />με [[διάθεση]] για [[συγγνώμη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγγνωμονικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[πρόθυμος]] να παρέχει [[συγχώρηση]], που είναι [[επιεικής]], [[παραχωρητικός]], [[ενδοτικός]], [[σπλαχνικός]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που είναι δυνατόν να συγχωρεθεί, που επιδέχεται συγχώρησης, [[συγχωρητέος]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A inclined to make allowance, indulgent, Arist.Rh.1384b3, EN1143a21. Adv. -κῶς Hierocl. in CA12p.447M. II of things, pardonable, Arist.EN 1136a5; οὐ θαυμαστόν, ἀλλὰ σ. ib.1150b8. 2 pertaining to συγγνώμη 2, Hermog.Stat.5. Adv. -κῶς ib.3.
German (Pape)
[Seite 962] ή, όν, zum Verzeihen geneigt, bereit, Arist. rhet. 2, 6; – pass., dem man verzeihen kann, verzeihlich, Arist. eth eudem. 4, 6.
Greek (Liddell-Scott)
συγγνωμονικός: -ή, -όν, πρόθυμος εἰς τὸ παρέχειν συγγνώμην, ἀγαπῶν νὰ συγχωρῇ, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 19, Ἠθικ. Νικ. 6. 11, 1. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 165D. ΙΙ. ἐπὶ πράγμ., ἄξιος συγγνώμης, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 8, 12· οὐ θαυμαστόν, ἀλλὰ σ. αὐτόθι 7. 8, 6.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 indulgent;
2 pardonnable.
Étymologie: συγγνώμων.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συγγνώμων, -ονος]
1. αυτός που είναι πρόθυμος στο να συγχωρεί, που του αρέσει να συγχωρεί («οὐ γὰρ τιμωρητικὸς ὁ πρᾱος ἀλλὰ συγγνωμονικός», Αριστοτ.)
2. (ρητ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ομολογία ή σε αναίρεση
3. (για πράγμ.) άξιος συγγνώμης.
επίρρ...
συγγνωμονικῶς Α
με διάθεση για συγγνώμη.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συγγνώμων, -ονος]
1. αυτός που είναι πρόθυμος στο να συγχωρεί, που του αρέσει να συγχωρεί («οὐ γὰρ τιμωρητικὸς ὁ πρᾱος ἀλλὰ συγγνωμονικός», Αριστοτ.)
2. (ρητ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ομολογία ή σε αναίρεση
3. (για πράγμ.) άξιος συγγνώμης.
επίρρ...
συγγνωμονικῶς Α
με διάθεση για συγγνώμη.
Greek Monotonic
συγγνωμονικός: -ή, -όν,
I. αυτός που είναι πρόθυμος να παρέχει συγχώρηση, που είναι επιεικής, παραχωρητικός, ενδοτικός, σπλαχνικός, σε Αριστ.
II. λέγεται για πράγματα, αυτός που είναι δυνατόν να συγχωρεθεί, που επιδέχεται συγχώρησης, συγχωρητέος, στον ίδ.