συμμιμητής: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(39) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[συμμιμοῡμαι]]<br />ο από κοινού με άλλον [[μιμητής]] («συμμιμηταί μου γίνεσθε, ἀδελφοί», ΚΔ). | |mltxt=ὁ, Α [[συμμιμοῡμαι]]<br />ο από κοινού με άλλον [[μιμητής]] («συμμιμηταί μου γίνεσθε, ἀδελφοί», ΚΔ). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμμῑμητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που μιμείται από κοινού, [[μιμητής]] από κοινού, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A joint imitator, Ep.Phil.3.17.
German (Pape)
[Seite 983] ὁ, der mit oder zugleich Nachahmende (?).
Greek (Liddell-Scott)
συμμῑμητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μιμητής, Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. γ΄, 17.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
imitateur avec d’autres.
Étymologie: σύν, μιμέω.
English (Strong)
from a presumed compound of σύν and μιμέομαι; a co-imitator, i.e. fellow votary: follower together.
English (Thayer)
(συμμορφίζω) (Tdf. συνμορφίζω (cf. σύν, II. at the end)): present passive participle συμμορφιζόμενος; (σύμμορφος); to bring to the same form with some other person or thing, to render like (Vulg. configuro): τίνι (R. V. becoming conformed unto), L T Tr WH. Not found elsewhere.
Greek Monolingual
ὁ, Α συμμιμοῡμαι
ο από κοινού με άλλον μιμητής («συμμιμηταί μου γίνεσθε, ἀδελφοί», ΚΔ).
Greek Monolingual
ὁ, Α συμμιμοῡμαι
ο από κοινού με άλλον μιμητής («συμμιμηταί μου γίνεσθε, ἀδελφοί», ΚΔ).
Greek Monotonic
συμμῑμητής: -οῦ, ὁ, αυτός που μιμείται από κοινού, μιμητής από κοινού, σε Καινή Διαθήκη