ταπεινοφροσύνη: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(40)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[ταπεινόφρων]], -<i>ονος</i>]<br />η [[ιδιότητα]] του ταπεινόφρονα, [[μετριοφροσύνη]], [[σεμνότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάπτωση]] της διάθεσης, [[αθυμία]].
|mltxt=η, ΝΜΑ [[ταπεινόφρων]], -<i>ονος</i>]<br />η [[ιδιότητα]] του ταπεινόφρονα, [[μετριοφροσύνη]], [[σεμνότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάπτωση]] της διάθεσης, [[αθυμία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰπεινοφροσύνη:''' ἡ, [[ταπεινότητα]] φρονήματος, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰπεινοφροσύνη Medium diacritics: ταπεινοφροσύνη Low diacritics: ταπεινοφροσύνη Capitals: ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: tapeinophrosýnē Transliteration B: tapeinophrosynē Transliteration C: tapeinofrosyni Beta Code: tapeinofrosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A humility, Ep.Eph.4.2, al.; mean-spiritedness, J.BJ4.9.2, Arr.Epict.3.24.56.

German (Pape)

[Seite 1069] ἡ, das Wesen u. Betragen eines ταπεινόφρων, N. T. In B. A. 462 Erkl. von ἀτυφία.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰπεινοφροσύνη: ἡ, ταπεινότης φρονήματος, ταπείνωσις, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. δ΄, 2, κ. ἀλλ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 52· ― οὕτω, - φρόνησις, εως, ἡ, Τερτυλλιαν. ΙΙ, 970.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
humilité.
Étymologie: ταπεινόφρων.

English (Strong)

from a compound of ταπεινός and the base of φρήν; humiliation of mind, i.e. modesty: humbleness of mind, humility (of mind, loneliness (of mind).

English (Thayer)

(ταπεινόφρων) ταπεινοφρον (ταπεινός and φρήν), humble-minded, i. e. having a modest opinion of oneself: φιλόφρονες. (pusillanimous, mean-spirited, μικρούς ἡ τύχῃ καί περιδηις ποιεῖ καί ταπεινόφρονας, Plutarch, de Alex. fort. 2,4; (de tranquill. animi 17. See Winer's Grammar, § 34,3and references under the word ταπεινοφροσύνη, at the end).)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ ταπεινόφρων, -ονος]
η ιδιότητα του ταπεινόφρονα, μετριοφροσύνη, σεμνότητα
αρχ.
κατάπτωση της διάθεσης, αθυμία.

Greek Monotonic

τᾰπεινοφροσύνη: ἡ, ταπεινότητα φρονήματος, σε Καινή Διαθήκη