χαλκοπάρῃος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. χαλκοπάρᾳος, -ον, Α<br />[[χαλκόπλευρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πάρῃος</i> / -<i>πάρᾳος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παρειά]] «[[μάγουλο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>πάρῃος</i>, <i>φοινικο</i>-<i>πάρῃος</i>].
|mltxt=και δωρ. τ. χαλκοπάρᾳος, -ον, Α<br />[[χαλκόπλευρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πάρῃος</i> / -<i>πάρᾳος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παρειά]] «[[μάγουλο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>πάρῃος</i>, <i>φοινικο</i>-<i>πάρῃος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαλκοπάρῃος:''' Δωρ. -πάρᾷος, -ον, αυτός που έχει μάγουλα ή πλευρές από χαλκό, λέγεται για περικεφαλαίες, σε Όμηρ.· λέγεται για [[ακόντιο]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 02:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοπάρῃος Medium diacritics: χαλκοπάρῃος Low diacritics: χαλκοπάρηος Capitals: ΧΑΛΚΟΠΑΡΗΟΣ
Transliteration A: chalkopárēios Transliteration B: chalkoparēos Transliteration C: chalkoparios Beta Code: xalkopa/rh|os

English (LSJ)

[πᾰ], Dor. χαλκο-πάρᾱος, ον,

   A with cheeks or sides of bronze, epith. of helmets, Il.12.183, 17.294, 20.397, Od.24.523; of a javelin, Pi.P.1.44, N.7.71; κρέμβαλα Carm.Pop.3.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοπάρῃος: Δωρ. -πάρᾳος, ον, ὁ ἔχων παρειὰς ἢ πλευρὰς ἐκ χαλκοῦ, ἐπίθ. τῆς περικεφαλαίας, Ἰλ. Μ. 183., Ρ. 294, Ὀδ. Ω. 522· ἐπὶ ἀκοντίου, Πινδ. Π. 1. 84, Ν. 7. 105· κρέμβαλα ὕμν. παρ’ Ἀθην. 636D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
épq.
aux joues d’airain, càd aux côtés, aux protège-joues d’airain (casque).
Étymologie: χαλκός, παρειά.

English (Autenrieth)

with cheeks (sidepieces) of bronze, helmet. (Il. and Od. 24.523.)

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χαλκοπάρᾳος, -ον, Α
χαλκόπλευρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πάρῃος / -πάρᾳος (< παρειά «μάγουλο»), πρβλ. μεγαλο-πάρῃος, φοινικο-πάρῃος].

Greek Monotonic

χαλκοπάρῃος: Δωρ. -πάρᾷος, -ον, αυτός που έχει μάγουλα ή πλευρές από χαλκό, λέγεται για περικεφαλαίες, σε Όμηρ.· λέγεται για ακόντιο, σε Πίνδ.