ἀναίθω: Difference between revisions
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναίθω:''' μόνο στον ενεστ. και παρατ.<br /><b class="num">I.</b> [[ανάβω]], [[βάζω]] [[φωτιά]], σε Ευρ.· [[κινώ]] σε θερμή [[αγάπη]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[αναλάμπω]], [[φλογίζω]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀναίθω:''' μόνο στον ενεστ. και παρατ.<br /><b class="num">I.</b> [[ανάβω]], [[βάζω]] [[φωτιά]], σε Ευρ.· [[κινώ]] σε θερμή [[αγάπη]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[αναλάμπω]], [[φλογίζω]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναίθω:''' (только praes. и impf. [[ἀνῇθον]])<br /><b class="num">1)</b> зажигать, разводить ([[πῦρ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> зажигаться, загораться ([[ἀνῇθον]] λαμπτῆρες Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A light up, set on fire, E.Cyc.331; τὸν Ἅλιον αὐτόν Mosch.1.23:—Pass., to be inflamed, Opp.C.2.188: metaph. of anger, Max. Tyr.24.9. II blaze up, ἀνῇθον . . λαμπτῆρες A.Ch.536(Sch.).
German (Pape)
[Seite 189] anzünden, πῦρ Eur. Cycl. 330; zur Liebe entflammen, Mosch. 1, 23, u. sp. D., z. B. θυμὸς ἀναιθόμενος, entflammter Muth, Opp. C. 2, 187.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναίθω: ἀνάπτω, ἀναφλέγω, Εὐρ. Κύκλ. 331˙ κινῶ εἰς θερμὴν ἀγάπην, Μόσχ. 1. 23: - Παθ., ἀναφλέγομαι, Ὀππ. Κ. 2. 188. II. ἀναλάμπω, ἀνῄθοντ’ .. λαμπτῆρες Αἰσχύλ. Χο. 536 (ὡς πρέπει νὰ ἀνέγνωσεν ὁ Σχολ. ἀντὶ ἀνῆλθον: διότι ἑρμηνεύει αὐτὸ ἀνέλαμψαν).
French (Bailly abrégé)
impf. ἀνῇθον;
allumer, enflammer ; Pass. brûler.
Étymologie: ἀνά, αἴθω.
Spanish (DGE)
1 encender, prender πῦρ E.Cyc.331, τὸν ἅλιον αὐτόν Mosch.1.23
•v. med. encenderse πολλοὶ δ' ἀνῄθοντ' ... λαμπτῆρες ἐν δόμοισι A.Ch.536, χλωροῖσι κορμοῖς ἀνδράχλης ἀναίθεται S.Fr.823.
2 v. med. estar inflamado fig. θυμὸς ποτὶ λέκτρον ἀναιθόμενος Opp.C.2.188, cf. Max.Tyr.18.9.
Greek Monolingual
ἀναίθω (Α)
1. ανάβω, αναφλέγω
2. λάμπω, φέγγω, λαμποκοπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + αἴθω.
Greek Monotonic
ἀναίθω: μόνο στον ενεστ. και παρατ.
I. ανάβω, βάζω φωτιά, σε Ευρ.· κινώ σε θερμή αγάπη, σε Μόσχ.
II. αμτβ., αναλάμπω, φλογίζω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναίθω: (только praes. и impf. ἀνῇθον)
1) зажигать, разводить (πῦρ Eur.);
2) зажигаться, загораться (ἀνῇθον λαμπτῆρες Aesch.).