εὐάρεστος: Difference between revisions
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(4) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐάρεστος:''' -ον ([[ἀρέσκω]]), [[ευχάριστος]], [[ικανοποιητικός]], [[τερπνός]], σε Καινή Διαθήκη· επίρρ., <i>εὐαρεστοτέρως διακεῖσθαί τινι</i>, [[γίνομαι]] περισσότερο [[ευχάριστος]] σε κάποιον, σε Ξεν. | |lsmtext='''εὐάρεστος:''' -ον ([[ἀρέσκω]]), [[ευχάριστος]], [[ικανοποιητικός]], [[τερπνός]], σε Καινή Διαθήκη· επίρρ., <i>εὐαρεστοτέρως διακεῖσθαί τινι</i>, [[γίνομαι]] περισσότερο [[ευχάριστος]] σε κάποιον, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐάρεστος:''' нравящийся, приятный, угодный (τινι NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἀρέσκω)
A wellpleasing, acceptable, τὸ ἀγαθὸν εὐ. Cleanth.3.6; τινι LXX Wi.4.10, Ph. 2.69, 2 Ep.Cor.5.9, etc.; τισι Ath.Mitt.15.134 (Nisyrus); παρά τινι LXX Wi.9.10; ἐν τοῖς ἀναλώμασι Inscr.Prien.114.15 (i B.C.): abs., ἀποδημία εὐ. Ph.2.77; θέλημα τοῦ θεοῦ Ep.Rom.12.2; χρῆσις pleasant, Herod.Med. ap. Orib.5.27.20; σύμμαχοι prob.in PHib.1.15.26 (Comp., iii B.C.); τὸ εὐ. Ph.1.585. Adv. -τως, ἔργον συνετέλεσεν IG12(8).640.10 (Peparethus, ii B.C.): Comp. -οτέρως, διακεῖσθαί τινι X.Mem.3.5.5 (εὐαρεσκοτέρως codd.); -τως ἱερησάμενος SIG708.20 (Istropolis, ii B.C.), cf IPE12.94 (Olbia); λατρεύειν τῷ θεῷ Ep.Hebr.12.28. II choice, οἶνος, πυρός, PStrassb.1.9 (vi A.D.), PFlor.30.30 (iv A.D.). III according to taste, λαχανόσπερμον λαμβάνειν εὐ. PFay.90.17 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1057] gefällig, angenehm, Sp.; auch adv., εὐαρεστοτέρως διακεῖσθαί τινι, Xen. Mem. 3, 5, 5, zufriedener sein.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάρεστος: -ον, (ἀρέσκω), ἀρέσκων, εὐπρόσδεκτος, προξενῶν εὐαρέστησιν, τινι Β΄, Ἐπιστ. π. Κορ. ε΄, 9, κτλ.· πρός τινι Κλήμ. Ἀλ. 882· τὸ εὐάρεστον = εὐαρέστησις, Ἐπιστ. π. Ρωμ. Ιβ΄, 2: - Ἐπίρρ., εὐαρεστοτέρως διακεῖσθαί τινι Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5· κοινῶς, εὐαρεσκοτέρως, ἴδε Λοβέκ. ἐν Φρυν. 621.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui plaît, agréable.
Étymologie: εὖ, ἀρέσκω.
English (Strong)
from εὖ and ἀρεστός; fully agreeable: acceptable(-ted), wellpleasing.
English (Thayer)
εὐάρεστον (from εὖ and ἀρεστός), well-pleasing, acceptable: τίνι, to one, ἐν τίνι, in anything, ἐν κυρίῳ (see ἐν I:6b., p. 211 b middle), ἐν); ἐνώπιον with the genitive of person, in one's judgment: Clement of Alexandria (strom. 2,19, p. 481,21etc.; Justin Martyr, Apology 1,44, under the end; Clement of Rome, 1 Corinthians 49,5 [ET]).) See the following word.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐάρεστος, -ον)
αυτός που αρέσει, που προκαλεί ευαρέσκεια, ευχαρίστηση, τερπνός, ευχάριστος («εὐάρεστος συζητητής»)
αρχ.
1. ευχαριστημένος, ικανοποιημένος
2. εκλεκτός («εὐάρεστος οἶνος»)
3. αυτός που ταιριάζει με την προτίμηση κάποιου, που συμφωνεί με τα γούστα κάποιου («λαχανόσπερμον λαμβάνειν εὐάρεστον», πάπ.).
επίρρ...
ευάρεστα (Α εὐαρέστως)
με ευάρεστο τρόπο, ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρεστός (< αρέσκω)].
Greek Monotonic
εὐάρεστος: -ον (ἀρέσκω), ευχάριστος, ικανοποιητικός, τερπνός, σε Καινή Διαθήκη· επίρρ., εὐαρεστοτέρως διακεῖσθαί τινι, γίνομαι περισσότερο ευχάριστος σε κάποιον, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐάρεστος: нравящийся, приятный, угодный (τινι NT).