πηγεσίμαλλος: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(6) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πηγεσίμαλλος:''' -ον, αυτός που έχει [[πυκνά]] μαλλιά, [[ἀρνειός]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''πηγεσίμαλλος:''' -ον, αυτός που έχει [[πυκνά]] μαλλιά, [[ἀρνειός]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πηγεσίμαλλος:''' (ῐ) [[πήγνυμι]] густорунный ([[ἀρνειός]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A thick-fleeced, ἀρνειός Il.3.197 ; cf. πηγός.
German (Pape)
[Seite 608] dichtwollig, mit dichtwolligem Vließe, ἀρνειός, Il. 3, 197; nach Eust. wollten es Andere »schwarzwollig« erklären.
Greek (Liddell-Scott)
πηγεσίμαλλος: -ον, ὁ πυκνὸν ἔχων μαλλόν, πυκνόμαλλος, ἀρνειὸς Ἰλ. Γ. 197· πρβλ. πηγός.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l’épaisse toison.
Étymologie: πήγνυμι, μαλλός.
English (Autenrieth)
(πήγνῦμι): thickfleeced, Il. 3.197†.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για αρνί) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, πυκνόμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγνυμι, με παρέκταση -εσι- κατά τα συνθ. του τύπου τερψίμβροτος για μετρικούς λόγους + -μαλλος (< μαλλός), πρβλ. δασύ-μαλλος].
Greek Monotonic
πηγεσίμαλλος: -ον, αυτός που έχει πυκνά μαλλιά, ἀρνειός, σε Ομήρ. Ιλ.