ἀλεκτοροφωνία: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλεκτοροφωνία:''' ἡ, ([[ἀλέκτωρ]], [[φωνή]]), [[κράξιμο]] κόκκορα, δηλ. η [[τρίτη]] [[βάρδια]] της νύχτας, σε Αίσωπ., Κ.Δ.
|lsmtext='''ἀλεκτοροφωνία:''' ἡ, ([[ἀλέκτωρ]], [[φωνή]]), [[κράξιμο]] κόκκορα, δηλ. η [[τρίτη]] [[βάρδια]] της νύχτας, σε Αίσωπ., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλεκτοροφωνία:''' ἡ пение петухов Aesop., NT.
}}
}}

Revision as of 06:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεκτοροφωνία Medium diacritics: ἀλεκτοροφωνία Low diacritics: αλεκτοροφωνία Capitals: ΑΛΕΚΤΟΡΟΦΩΝΙΑ
Transliteration A: alektorophōnía Transliteration B: alektorophōnia Transliteration C: alektorofonia Beta Code: a)lektorofwni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A cock-crow, i.e. third watch of night, Str.7 Fr.35, Ev.Marc.13.35.

German (Pape)

[Seite 92] ἡ, Hahnenschrei, Aesop. u. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεκτοροφωνία: ἡ, ἡ ὥρα καθ’ ἣν φωνεῖ ὁ ἀλέκτωρ, δηλ. ἡ τρίτη φυλακὴ τῆς νυκτός, Στράβ. Ζ΄, 35, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιγ΄, 35, Αἴσωπ. καὶ Βυζ. συγγραφ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chant du coq.
Étymologie: ἀλέκτωρ, φωνή.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
canto del gallode la tercera vigilia de la noche, Str.7.fr.35, Aesop.55, Eu.Marc.13.35, Gloss.70D.
crist., como indicación del fin del ayuno pascual Const.App.5.18.2, 19.3, 7.31.5, 8.34.1.

English (Strong)

from ἀλέκτωρ and φωνή; cock-crow, i.e. the third night-watch: cockcrowing.

English (Thayer)

(ας, ἡ (ἀλέκτωρ and φωνή (Winer s Grammar, 25)), the crowing of a cock, cock-crowing: Aesop fab. 79 (44). Used of the third watch of the night: Winer s RWB under the word Nachtwachen; B. D. under the word <TOPIC:Watches of Night>; Alex's Kitto under the word Cock-crowing; Wetstein (1752) on Sophocles Lexicon, under the word) Strabo 7, fragment 35, p. 83,24; Origen i., 825b.; Apostolic Constitutions 5,18; 5,19; 8,34).)

Greek Monolingual

ἀλεκτοροφωνία, η (AM)
1. φωνή, λάλημα κόκορα
2. το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι τα χαράματα, οπότε λαλούν οι πετεινοί (για τους αρχαίους η τρίτη «φυλακή» της νύχτας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέκτωρ -ορος + -φωνία < -φωνος < φωνή.

Greek Monotonic

ἀλεκτοροφωνία: ἡ, (ἀλέκτωρ, φωνή), κράξιμο κόκκορα, δηλ. η τρίτη βάρδια της νύχτας, σε Αίσωπ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεκτοροφωνία: ἡ пение петухов Aesop., NT.