κατοίκησις: Difference between revisions

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατοίκησις:''' -εως, ἡ, [[διαμονή]] σ' έναν [[τόπο]], σε Θουκ.
|lsmtext='''κατοίκησις:''' -εως, ἡ, [[διαμονή]] σ' έναν [[τόπο]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατοίκησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> заселение (καλεῖται, διὰ τὴν παλαιὰν [[ταύτῃ]] κατοίκησιν, καὶ ἡ [[ἀκρόπολις]] [[μέχρι]] [[τοῦδε]] [[ἔτι]] [[πόλις]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> жилище, местопребывание (τῶν προγόνων Plat.; τὴν κατοίκησιν ἔχειν ἔν τινι NT).
}}
}}

Revision as of 07:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοίκησις Medium diacritics: κατοίκησις Low diacritics: κατοίκησις Capitals: ΚΑΤΟΙΚΗΣΙΣ
Transliteration A: katoíkēsis Transliteration B: katoikēsis Transliteration C: katoikisis Beta Code: katoi/khsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A settling in a place, διὰ τὴν ταύτῃ κ. Th. 2.15.    II dwelling, abode, Pl.Ti.71b, Criti.115c, LXX Ge.10.30, etc.; τὴν κ. εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασι Ev.Marc.5.3; inhabited district, ἡ κατὰ τὴν Ἰταλίαν κ. Ath.12.523e.

German (Pape)

[Seite 1402] ἡ, das Bewohnen, die Wohnung, der Aufenthaltsort; τὴν παλαιὰν ταύτῃ κατοίκησιν Thuc. 2, 15; Plat. Tim. 71 b; ἐν ταύτῃ τῇ τοῦ θεοῦ καὶ τῶν προγόνων κατοικήσει Critia. 115 c; Sp., wie Plut. Lys. 28.

Greek (Liddell-Scott)

κατοίκησις: -εως, ἡ, τὸ νὰ κατοικῇ τις ἔν τινι τόπῳ, ἡ διαμονή, διατριβή, κατοικία, διὰ τὴν ταύτῃ κ. Θουκ. 2. 15, Πλάτ. Τίμ. 71B, Κριτί. 115C, κτλ.· ἡ κατὰ τὴν Ἰταλίαν κ. Ἀθήν. 523Ε, (διάφορ. τοῦ κατοίκισις, ὡς τὸ κατοικεῖν τοῦ κατοικίζειν).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de s’établir dans un lieu;
2 habitation, résidence.
Étymologie: κατοικέω.

English (Strong)

from κατοικέω; residence (properly, the act; but by implication, concretely, the mansion): dwelling.

English (Thayer)

κατοικήσεώς, ἡ (κατοικέω), dwelling, abode: Thucydides, Plato, Plutarch.)

Greek Monotonic

κατοίκησις: -εως, ἡ, διαμονή σ' έναν τόπο, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κατοίκησις: εως ἡ1) заселение (καλεῖται, διὰ τὴν παλαιὰν ταύτῃ κατοίκησιν, καὶ ἡ ἀκρόπολις μέχρι τοῦδε ἔτι πόλις Thuc.);
2) жилище, местопребывание (τῶν προγόνων Plat.; τὴν κατοίκησιν ἔχειν ἔν τινι NT).