κατάκοπος: Difference between revisions
πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him
(19) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάκοπος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] [[πάρα]] πολύ κουρασμένος, ο αποκαμωμένος, ο εξαντλημένος («ἀνεπαύσαντο κατάκοποι τῷ σώματι», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιαστικός]], [[επαχθής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάκοπα</i><br />κουρασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατακόπτω]] «[[κουράζω]], [[εξαντλώ]]»]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[κατάκοπος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] [[πάρα]] πολύ κουρασμένος, ο αποκαμωμένος, ο εξαντλημένος («ἀνεπαύσαντο κατάκοποι τῷ σώματι», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιαστικός]], [[επαχθής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάκοπα</i><br />κουρασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατακόπτω]] «[[κουράζω]], [[εξαντλώ]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάκοπος:''' разбитый (от усталости), измученный ([[κύων]] [[θηρευτικός]] Plut.; ὑπὸ τῆς μάχης Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A very weary, κ. τῷ σώματι LXX Jb.3.17, al.; ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς D.H.6.29; ὑπὸ τῆς μάχης D.S.13.18, cf. Plu.Arat.8. II wearisome, tedious, Phld.Rh.1.173S.
German (Pape)
[Seite 1355] zerhauen, zerschnitten, – ermüdet, erschöpft, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς D. Hal. 6, 29; ὑπὸ τῆς μάχης κατάκοποι τοῖς σώμασιν D. Sic. 13, 18, vgl. 17, 12; Plut. Arat. 8 u. öfter, wie a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκοπος: -ον, κατακεκομμένος, «κομμένος», κουρασμένος, κεκοπιακώς, κεκμηκώς, κατάπονος, πεπονημμένος, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς Διον. Ἁλ. 6. 29· ὑπὸ τῆς μάχης Διόδ. 13. 18· πρβλ. κόπος· καὶ ἐνεργ., σκληρὰ μὲν καὶ ἀντίτυπος (πᾶσα μεταφορὰ) κατάκοπος, εὐφραίνει δὲ πραεῖα καὶ ἄλυπος Φιλόδ. περὶ Ρητορ. ἔκδ. Sudh. σ. 173, 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
brisé de fatigue, épuisé.
Étymologie: κατά, κόπος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάκοπος, -ον)
αυτός που είναι πάρα πολύ κουρασμένος, ο αποκαμωμένος, ο εξαντλημένος («ἀνεπαύσαντο κατάκοποι τῷ σώματι», ΠΔ)
αρχ.
κοπιαστικός, επαχθής.
επίρρ...
κατάκοπα
κουρασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακόπτω «κουράζω, εξαντλώ»].
Russian (Dvoretsky)
κατάκοπος: разбитый (от усталости), измученный (κύων θηρευτικός Plut.; ὑπὸ τῆς μάχης Diod.).