φαρμακεύς: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φαρμᾰκεύς:''' -έως, ὁ ([[φάρμακον]]), αυτός που δηλητηριάζει, [[μάγος]], [[γητευτής]], [[γόης]], σε Σοφ.
|lsmtext='''φαρμᾰκεύς:''' -έως, ὁ ([[φάρμακον]]), αυτός που δηλητηριάζει, [[μάγος]], [[γητευτής]], [[γόης]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φαρμᾰκεύς:''' έως ὁ приготовляющий волшебные, ядовитые или целебные снадобья, т. е. колдун, чародей Soph., Plat., Plut., Luc.
}}
}}

Revision as of 07:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκεύς Medium diacritics: φαρμακεύς Low diacritics: φαρμακεύς Capitals: ΦΑΡΜΑΚΕΥΣ
Transliteration A: pharmakeús Transliteration B: pharmakeus Transliteration C: farmakeys Beta Code: farmakeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A poisoner, sorcerer, S.Tr.1140, Pl.Smp.203d, etc.; γνήσιοι σοφισταὶ καὶ φ. Jul.Or.6.197d.    II druggist, apothecary, Aret.CD2.12.

German (Pape)

[Seite 1256] ὁ, der Arznei-, Zaubermittel, Gift bereitet und bei Andern anwendet, Zauberer, Giftmischer; Soph. Tr. 1130; καὶ γόης Plat. Conv. 203 d; – aber auch der solche Mittel braucht.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκεύς: έως, ὁ, ὁ δηλητηριάζων, φαρμακεύων, μάγος, Σοφ. Τρ. 1140, Πλάτ. Συμπ. 203D, κλπ. ΙΙ. φαρμακοποιός, ὁ παρασκευάζων καὶ πωλῶν φάρμακα, φαρμακοπώλης, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 12.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui compose des préparations magiques, d’où
1 empoisonneur;
2 magicien, sorcier.
Étymologie: φάρμακον.

English (Strong)

from pharmakon (a drug, i.e. spell-giving potion); a druggist ("pharmacist") or poisoner, i.e. (by extension) a magician: sorcerer.

English (Thayer)

φαρμακεως, ὁ (φάρμακον), one who prepares or uses magical remedies; a sorcerer: (Sophicles, Plato, Josephus, Lucian, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

-έως, ὁ, ΜΑ
αυτός που παρασκευάζει και χορηγεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα
αρχ.
παρασκευαστής και πωλητής φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + κατάλ. -εύς (πρβλ. κεραμ-εύς)].

Greek Monotonic

φαρμᾰκεύς: -έως, ὁ (φάρμακον), αυτός που δηλητηριάζει, μάγος, γητευτής, γόης, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκεύς: έως ὁ приготовляющий волшебные, ядовитые или целебные снадобья, т. е. колдун, чародей Soph., Plat., Plut., Luc.