ἀνασχετικός: Difference between revisions
From LSJ
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(4) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνασχετικός]], -ή, -όν)<br />ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να φέρει [[ανάσχεση]], [[αναχαίτιση]], [[σταμάτημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εγκαρτερεί, [[υπομονητικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνασχετικός]], -ή, -όν)<br />ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να φέρει [[ανάσχεση]], [[αναχαίτιση]], [[σταμάτημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εγκαρτερεί, [[υπομονητικός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνασχετικός:''' терпеливо переносящий, терпеливый Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A enduring, patient, Plu.2.31a.
German (Pape)
[Seite 210] duldsam, neben πρᾶος Plut. aud. poet. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασχετικός: -ή, -όν, ὑπομένων, ἐγκαρτερῶν, ὑπομονητικός, Πλούτ. 2. 31Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
patient.
Étymologie: ἀνέχω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν paciente Plu.2.31a.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνασχετικός, -ή, -όν)
ο ικανός ή κατάλληλος να φέρει ανάσχεση, αναχαίτιση, σταμάτημα
αρχ.
αυτός που εγκαρτερεί, υπομονητικός.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασχετικός: терпеливо переносящий, терпеливый Plut.