ἐπιζάφελος: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιζάφελος:''' [ᾰ], -ον, [[ορμητικός]], [[σφοδρός]], [[βίαιος]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ., [[ἐπιζαφελῶς]] (όπως αν προερχόταν από το <i>ἐπιζαφελής</i>), ορμητικά, μανιωδώς, σε Όμηρ. (Το απλό <i>ζάφελος</i> δεν απαντά [[καθόλου]]· συνδέεται με το [[πρόθεμα]] <i>ζα-</i>). | |lsmtext='''ἐπιζάφελος:''' [ᾰ], -ον, [[ορμητικός]], [[σφοδρός]], [[βίαιος]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ., [[ἐπιζαφελῶς]] (όπως αν προερχόταν από το <i>ἐπιζαφελής</i>), ορμητικά, μανιωδώς, σε Όμηρ. (Το απλό <i>ζάφελος</i> δεν απαντά [[καθόλου]]· συνδέεται με το [[πρόθεμα]] <i>ζα-</i>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιζάφελος:''' (ᾰ) сильнейший, неистовый ([[χόλος]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A vehement, violent, χόλος Il.9.525. Adv. -λῶς (as if from ἐπιζαφελής, which never occurs, v. Eust.769.22) vehe mently,furiously, ἐ. χαλεπαίνειν, μενεαίνειν, Il.9.516, Od.6.330; ἐρεείνειν h.Merc.487: also neut. as Adv., ἐπιζάφελον κοτέουσα A.R. 4.1672.
German (Pape)
[Seite 941] (ζα- od. ὀφέλλω, das simpl. findet sich nicht), heftig, χόλος, Il. 9, 525. Dazu adv. (wie von ἐπιζαφελής) ἐπιζαφελῶς, sehr heftig, χαλεπαίνειν, μενεαίνειν, Il. 9, 516 Od. 6, 330; κοτέειν Orph. Arg. 1359, wie ἐπιζάφελον κοτέουσαι Ap. Rh. 4, 1672; auch ἐρεείνω, H. h. Merc. 487.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
violent.
Étymologie: ἐπί, ζα-, ὀφέλλω².
English (Autenrieth)
raging, furious; χόλος, Il. 9.525.—Adv., ἐπιζαφέλως, vehemently.
Greek Monolingual
ἐπιζάφελος, -ον (Α)
1. ορμητικός, βίαιος («ὅτε κεν τιν’ ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια οργή, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐπιζάφελον
με μεγάλη οργή («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζάφελος. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το ζα αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης διά (πρβλ. ζα-χρηής)].
Greek Monotonic
ἐπιζάφελος: [ᾰ], -ον, ορμητικός, σφοδρός, βίαιος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ., ἐπιζαφελῶς (όπως αν προερχόταν από το ἐπιζαφελής), ορμητικά, μανιωδώς, σε Όμηρ. (Το απλό ζάφελος δεν απαντά καθόλου· συνδέεται με το πρόθεμα ζα-).
Russian (Dvoretsky)
ἐπιζάφελος: (ᾰ) сильнейший, неистовый (χόλος Hom.).