ὑποθήκη: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποθήκη:''' ἡ ([[ὑποτίθημι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[υπόδειξη]], [[πρόταση]], [[συμβουλή]], [[προειδοποίηση]], [[νουθεσία]], σε Ηρόδ., Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[ενέχυρο]], [[ασφάλεια]], [[υποθήκη]], [[συμβόλαιο]], εχέγγυο, σε Δημ.
|lsmtext='''ὑποθήκη:''' ἡ ([[ὑποτίθημι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[υπόδειξη]], [[πρόταση]], [[συμβουλή]], [[προειδοποίηση]], [[νουθεσία]], σε Ηρόδ., Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[ενέχυρο]], [[ασφάλεια]], [[υποθήκη]], [[συμβόλαιο]], εχέγγυο, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποθήκη:''' ἡ<b class="num">1)</b> наставление, назидание, совет (αἱ Ἡσιόδου καὶ Θεόγνιδος ὑποθῆκαι Isocr.): ἐποίεε τὰς Κροίσου ὑποθήκας Her. он последовал советам Креза;<br /><b class="num">2)</b> заклад, залог: τοῖς δανεισταῖς τὰς ὑποθήκας παρέχειν Dem. вносить заимодавцам залог; ὑποθήκης γενομένης τῆς [[τιμῆς]] τινος Arst. при внесении залога в размере стоимости чего-л.
}}
}}

Revision as of 08:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποθήκη Medium diacritics: ὑποθήκη Low diacritics: υποθήκη Capitals: ΥΠΟΘΗΚΗ
Transliteration A: hypothḗkē Transliteration B: hypothēkē Transliteration C: ypothiki Beta Code: u(poqh/kh

English (LSJ)

ἡ, (ὑποτίθημι)

   A suggestion, counsel, warning, Hdt.1.156,206, al.; ποιέειν τὰς Κροίσου ὑποθήκας ib.211; ὑποθήκαις διακονεῖν Antipho 1.17; κατὰ τὴν Βίαντος ὑ. Arist.Rh.1389b23, cf. 1368a2 (pl.); applied to didactic poems, such as Hesiod's, Isoc.2.3,43, Phld.Po.5.27, Hierocl. in CA Praef.p.417M.; instructions, Cic.Att.2.17.3; ὑ. ἄνευ νόμων Ruf. ap.Orib.inc.20.19; οὐ κατ' ἰατρικάς ἐστιν ὑ. is not a matter for medical advice, Sor.1.126; ὑποθήκας διδόναι Gal.6.307; ποιήσασθαι ib.405.    II pledge, deposit, mortgage, D.34.50, Arist.Oec.1348b21, Supp.Epigr.1.366.39 (Samos, iii B. C.), PCair.Zen.504.4 (iii B. C.), PEnteux.15.4 (iii B. C.), etc.; συγγραφὴ -θήκης PRein.18.11 (ii B. C.); ἐπὶ ὑποθήκαις upon securities given, SIG742.39, cf. 51 (Ephesus, i B. C.), al.; ὑ. ἔγγαιοι mortgages on land, Test.Epict.5.6; also ἐν ὑποθήκῃ on deposit, PGrenf.2.17.3 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1217] ἡ, 1) Unterlage, Untersatz. – Gew. übertr., das unter den Fuß, an die Hand Geben, Warnung, Rath, Lehre; so nannten die Alten die Lehrgegedichte des Hesiodos; ὑποθήκας ὡς χρὴ ζῇν Isocr. 2, 4. 43 u. sonst; ἐπ οίεε τὰς Κροίσου ὑποθήκας Her. 1, 211; κατὰ τὰς τοῦ Μεσσηνίου ὑποθήκας 6, 52, vgl. 5, 92, 6. 8, 58; Antiph. 1, 17. – 2) Unterpfand, Verpfändung, τοῖς δανεισταῖς οὐ παρασχόντα τὰς ὑποθήκας Dem. 34, 50.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποθήκη: ἡ, (ὑποτίθημι) = ὑπόθεσις. Ι. παραίνεσις, συμβουλή, διδασκαλία, Ἡρόδ. 1. 156., 206, κ. ἀλλ.· ποιέειν τινὸς ὑποθήκας αὐτόθι 211· ὑποθήκαις διακονεῖν Ἀντιφῶν 113. 19· κατὰ τὴν Βίαντος ὑπ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 4, πρβλ. 1. 9, 36· - οἱ παλαιοὶ ἐκάλουν τὰ διδακτικὰ ποιήματα, οἷα τὰ τοῦ Ἡσ., ὑποθήκας, πρβλ. Ἰσοκρ. 15Β, 23C. ΙΙ. ὑποθήκη, ὡς καὶ νῦν, πρὸς ἀσφάλειαν τοῦ δανείζοντος, τοῖς δανεισταῖς οὐ παρασχόντα τὰς ὑποθήκας Δημ. 922, 5· παρέξουσι τοῖς δανείσασι τὴν ὑποθήκην ἀνέπαφον κρατεῖν, ἕως ἂν κλπ. ὁ αὐτ. 926, 20, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 17, 1.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 principe, règle de conduite, précepte;
2 gage, hypothèque.
Étymologie: ὑποτίθημι.

Greek Monolingual

η / ὑποθήκη, ΝΜΑ ὑποτίθημι
1. δικαίωμα του δανειστή σε ακίνητα συνήθως περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, παραχωρούμενο ως εγγύηση εξοφλήσεως (α. «έβαλε υποθήκη το σπίτι του» β. «συγγραφαι δανείων ἐφ' ὑποθήκη κατοικικαῑς ἀρούραις», πάπ.)
2. μτφ. συμβουλή, παραίνεση, ηθική προσταγή (α. «οι ρήσεις τών αρχαίων συγγραφέων αποτελούν την πολυτιμότερη υποθήκη του έθνους μας» β. «τῆς τούτου μητρός... ὑποθήκαις... διακονοῡσαν», Αντιφ.)
νεοελλ.
1. (νομ.) εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ξένο ακίνητο, για την εξασφάλιση προνομιακής ικανοποίησης μιας απαίτησης από το εκπλειστηρίασμα του ακινήτου
2. φρ. α) «ναυτική υποθήκη» — βλ. ναυτικός
β) «βιβλίο υποθηκών και κατασχέσεων» — βιβλίο που τηρείται στα λιμεναρχεία και στο οποίο εγγράφονται οι υποθήκες και κατασχέσεις πλοίων, το υποθηκολόγιο
αρχ.
1. (για την διδασκαλία του Ιησού Χριστού) δίδαγμα
2. στον πληθ. αἱ ὑποθῆκαι
ποιήματα με διδακτικό χαρακτήρα, όπως λ.χ. ήταν αυτά του Ησιόδου
3. φρ. α) «ὑποθῆκαι ἔγγαιοι» — υποθήκες εκτάσεων γης
β) «ἐν ὑποθήκῃ» — ως ενέχυρο.

Greek Monotonic

ὑποθήκη: ἡ (ὑποτίθημι),
I. υπόδειξη, πρόταση, συμβουλή, προειδοποίηση, νουθεσία, σε Ηρόδ., Αριστ.
II. ενέχυρο, ασφάλεια, υποθήκη, συμβόλαιο, εχέγγυο, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποθήκη:1) наставление, назидание, совет (αἱ Ἡσιόδου καὶ Θεόγνιδος ὑποθῆκαι Isocr.): ἐποίεε τὰς Κροίσου ὑποθήκας Her. он последовал советам Креза;
2) заклад, залог: τοῖς δανεισταῖς τὰς ὑποθήκας παρέχειν Dem. вносить заимодавцам залог; ὑποθήκης γενομένης τῆς τιμῆς τινος Arst. при внесении залога в размере стоимости чего-л.