εὐκατανόητος: Difference between revisions

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκατανόητος]], -ον)<br />αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκολονόητος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κατα</i>-[[νοητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-<i>νοώ</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκατανόητος]], -ον)<br />αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκολονόητος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κατα</i>-[[νοητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-<i>νοώ</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκατανόητος:''' легко постигаемый, понятный Polyb.
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατανόητος Medium diacritics: εὐκατανόητος Low diacritics: ευκατανόητος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: eukatanóētos Transliteration B: eukatanoētos Transliteration C: efkatanoitos Beta Code: eu)katano/htos

English (LSJ)

ον,

   A easy to observe or understand, Plb.18.30.11, Ptol.Tetr.30.

German (Pape)

[Seite 1074] leicht einzusehen, Pol. 18, 13 E.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατανόητος: -ον, εὐχερῶς κατανοούμενος, Πολύβ. 18. 13, 11.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐκατανόητος, -ον)
αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκολονόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα-νοητός (< κατα-νοώ)].

Russian (Dvoretsky)

εὐκατανόητος: легко постигаемый, понятный Polyb.