ἅμμα: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἅμμα:''' -ατος, τό ([[ἅπτω]]), οτιδήποτε δεμένο ή φτιαγμένο για [[δέση]] και [[επομένως]]:<br /><b class="num">1.</b> [[κόμπος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[θηλειά]], [[βρόχος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[σχοινί]] ή [[ταινία]], στον ίδ.· ἅ. [[παρθενίας]], η [[ζώνη]] των παρθένων, σε Ανθ.<br /><b class="num">4.</b> στον πληθ., οι βραχίονες του [[παλαιστή]] ή το παλαιστικό «[[αγκάλιασμα]]», σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἅμμα:''' -ατος, τό ([[ἅπτω]]), οτιδήποτε δεμένο ή φτιαγμένο για [[δέση]] και [[επομένως]]:<br /><b class="num">1.</b> [[κόμπος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[θηλειά]], [[βρόχος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[σχοινί]] ή [[ταινία]], στον ίδ.· ἅ. [[παρθενίας]], η [[ζώνη]] των παρθένων, σε Ανθ.<br /><b class="num">4.</b> στον πληθ., οι βραχίονες του [[παλαιστή]] ή το παλαιστικό «[[αγκάλιασμα]]», σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἅμμα:''' ατος τό [[ἅπτω]] I]<br /><b class="num">1)</b> завязка, узел, петля Her., Eur., Xen., Plat., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> перевязь, пояс (παρθενίης, κορείας Anth.);<br /><b class="num">3)</b> (в борьбе) хватка, захват (τὰ ἅματα τοῦ πιεζοῦντος Plut.; ἅ. σφίγγειν Luc.);<br /><b class="num">4)</b> гамма (мера длины = 40 πήχεις = ок. 18.5 м).
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅμμα Medium diacritics: ἅμμα Low diacritics: άμμα Capitals: ΑΜΜΑ
Transliteration A: hámma Transliteration B: hamma Transliteration C: amma Beta Code: a(/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἅπτω)

   A anything tied or made to tie: hence,    1 knot, Hp.Fist.4; ἅ. λύειν, ἀπάπτειν Hdt.4.98; ἅ. ποιεῖσθαι X.Eq. 5.1.    2 noose, halter, E.Hipp.781.    3 cord, Id.Ba.696, cf. Hp.Steril.244, etc.; ἅ. παρθενίας maiden girdle, AP7.182 (Mel.), cf. 164 (Antip.), imitated in Epigr.Gr.248.8 (Philomelium).    4 link of chain, Them.Or.2.32d.    5 in pl., clinches in wrestling, Gal. 6.143, cf. Plu.Fab.23; of the wrestler's arms, Id.Alc.2.    6 measure of length (like our chain), = 40 πήχεις, Hero *Geom.23.14, al., POxy.669 (iii A.D.).    II that which kindles, Ph.2.504.

German (Pape)

[Seite 125] τό (ἅπτω), 1) das Zusammengeknüpfte, Knoten, Her. 4, 98; ποιεῖσθαι Xen. Equ. 5, 1; ἁμμάτων σύνδεσμ' ἐλέλυτο, von den Haaren, Eur. Bacch. 697; Band, συνάγειν Plat. Tim. 76 a; Schlinge, δέρης λύειν Eur. Hippol. 781; πολύβροχα ἁμμάτων ἐρείσματα Herc. Fur. 1035, wie Gaet. 6 (VII, 71), Erdrosselung; um Stiere zu fangen, Phil. 62 (IX, 543); der Gürtel, παρθενίης λύειν Ant. Sid. 85 (VII, 164); Mel. 125 (VII, 182); κορείας P. Sil. 16 (V, 217); Opp. Cyn. 1, 123 ἄνθεσιν ἅμματα λύειν, die Knospen öffnen. – 2) beim Ringen, das Umschlingen der Arme, Plut. Alc. 2; Luc. Asin. 9 ἅμμα κατ' ἰξύος δήσας; 10 ἅμμα σφίγγειν. – 3) als Längenmaaß, 40 πήχεις, Hero geom.

Greek (Liddell-Scott)

ἅμμα: -ατος, τό, (ἅπτω) πᾶν ὅ,τι εἶναι δεδεμένον ἢ ἔγεινε πρὸς δέσιν, ἑπομένως, 1) κόμβος, ἅμμα λύειν, ἀνάπτειν Ἡρόδ. 4. 98· ἅμμα ποιεῖσθαι Ξεν. Ἱππ. 5. 1. 2) βρόχος, «θηλειά», σχοινίον ἀγχόνης, Εὐρ. Ἱππ. 781. 3) σχοινίονταινία, ὁ αὐτ. Βάκχ. 697, κτλ., ἅ. παρθενίας, ἡ παρθενικὴ ζώνη, Ἀνθ. Π. 7. 182, πρβλ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 248. 8. 4) κρίκος ἁλύσεως, Θεμίστ. σ. 32. 5) πληθ., αἱ περιπλοκαὶ ἐν τῇ πάλῃ, Πλουτ. Φαβ. 23: ὡσαύτως οἱ βραχίονες τοῦ παλαιστοῦ, ὁ αὐτ. Ἀλκ. 2. 6) μέτρον μήκους 40 πήχ. Ἀρχ. Μαθημ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 nœud;
2 plur. τὰ ἅμματα nœuds que forment les membres entrelacés des lutteurs;
3 mesure d’arpentage att. valant 60 pieds.
Étymologie: ἅπτω¹.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Alolema(s): tb. ἄμμα Hp.Fist.4, Hero Geom.4.9, Herod.12.2, gener. en pap., pero ἄμα PRyl.64.1 (IV/V d.C.)
A I1nudo ἀπάψας ἅμματα ἑξήκοντα ἐν ἱμάντι haciendo sesenta nudos en una correa Hdt.4.98, cf. Hp.Fist.4, Pl.Ti.76a, ἁμμάτων ἐρείσματα E.HF 1035, ἐὰν δὲ λυθῇ τὸ ἅμμα y si se suelta el nudo (del cordón umbilical), Arist.HA 587a16, ἁμματίσαι ἅμματι ἁπλῷ anudar con nudo simple Heliod. en Orib.48.37.1, τὴν ὁρμιὰν οὐ ποιοῦσι πολύπλοκον τοῖς ἅμμασι no trenzan el sedal con nudos Plu.2.976e
tb. fig. οἷον ἅμματα ... διαλύει los desata como si fueran nudos (los estados de ansiedad), Plu.2.383f, πάντα τὰ ἅμματα τῆς χρυσῆς καὶ ἀρρήκτου σειρᾶς Them.Or.2.32d.
2 lazo ἁμμάτων σύνδεσμ' ἐλέλυτο E.Ba.696, τόδ' ἅμμα λύσομεν E.Hipp.781, del lazo para atar un caballo μήποτε τὸ ἅμμα ποιεῖσθαι X.Eq.5.1, συνδέοντος αὐτοὺς ἅμματι δυσλύτῳ Corn.ND 16
esp. lazo para cazar o llevar animales AP 9.543 (Phil.), Opp.C.1.157, Nonn.D.40.262
trabazón τόξου D.P.157.
3 ligadura, atadura, nudo corredizo ἅμματ' ἐξάπτων Herod.12.2, ἅμμα τῆς τιάρας Polyaen.7.11.2, ἱμάντι κατ' αὐχένος ἅμμα λυγώσας AP 9.150 (Antip.Thess.), cf. 9.149 (Antip.Thess.), ἅμμα φαρέτρης D.P.446
fig. ἄνθεσιν ἅμματα λύει (la primavera) desata las ataduras a las flores Opp.C.1.123
hilo, sedal ἅμματι ὡς λεπτοτάτῳ καταδήσας τὰ ἄκρα Hp.Steril.244
ceñidor χρυσοῖο κατ' ἰξύος ἅμμα βαλοῦσαι echándose a las caderas un ceñidor de oro D.P.840.
4 himen, «lazo» de la virginidad παρθενίας ἅμματα λυομένα AP 7.182 (Mel.), cf. 7.164 (Antip.Sid.), GVI 1870.8 (Filomelio, Frigia), ἅμμα κορείης Nonn.D.13.225, τρισσῶν ἅμματα θυγατέρων AP 7.71 (Gaet.).
II en lucha libre llave ὡς ἅμμα σφίγγε Luc.Asin.10, cf. Gal.6.143, tb. fig. ἀπολυόμενος αὐτοῦ τὰς πράξεις, ὥσπερ ἅμματα Plu.Fab.23
de los brazos del luchador πρὸς τὸ στόμα τὰ ἅμματα Plu.Alc.2.
III como medida de longitud nudo siempre c. espír. suave τὸ ἄμμα ἔχει πήχεις μ̅ Hero Geom.23.14 (p.402.3), cf. 4.9 (p.118.23), POxy.669.29 (III a.C.), PRyl.64.1 (IV/V a.C.), Stud.Pal.20.110.8 (V a.C.).
B lo que prende fuego (φλόξ) ἅμμα γὰρ τροφῆς ἐστι Ph.2.504.

Greek Monotonic

ἅμμα: -ατος, τό (ἅπτω), οτιδήποτε δεμένο ή φτιαγμένο για δέση και επομένως:
1. κόμπος, σε Ηρόδ.
2. θηλειά, βρόχος, σε Ευρ.
3. σχοινί ή ταινία, στον ίδ.· ἅ. παρθενίας, η ζώνη των παρθένων, σε Ανθ.
4. στον πληθ., οι βραχίονες του παλαιστή ή το παλαιστικό «αγκάλιασμα», σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἅμμα: ατος τό ἅπτω I]
1) завязка, узел, петля Her., Eur., Xen., Plat., Anth.;
2) перевязь, пояс (παρθενίης, κορείας Anth.);
3) (в борьбе) хватка, захват (τὰ ἅματα τοῦ πιεζοῦντος Plut.; ἅ. σφίγγειν Luc.);
4) гамма (мера длины = 40 πήχεις = ок. 18.5 м).