ὁμοθυμαδόν: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(5) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμοθῡμᾰδόν:''' επίρρ. ([[θυμός]]), ομοψύχως, ομοφώνως, σε Δημ.· [[κυρίως]] με το <i>πάντες</i>, σε Αριστοφ., Ξεν. | |lsmtext='''ὁμοθῡμᾰδόν:''' επίρρ. ([[θυμός]]), ομοψύχως, ομοφώνως, σε Δημ.· [[κυρίως]] με το <i>πάντες</i>, σε Αριστοφ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμοθῡμᾰδόν:''' adv. единодушно, (все) вместе Plat., Xen., Arph. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A with one accord, πάντες ὁ. Pl.Lg.805a, etc. ; ὁ. ἐκ μιᾶς γνώμης D.10.59 ; ὁ. ἅπασιν ὑμῖν ἀντιληπτέον Ar.Pax484, cf. Av.1015, X.HG2.4.17, LXXEx.19.8, Plb.1.45.4, al., SIG742.13 (Ephes., i B.C.), Act.Ap.15.25.
German (Pape)
[Seite 334] einmüthig; ἅπασιν ἡμῖν ἀντιληπτέον, Ar. Pax 476; Av. 1015; Plat. Legg. VII, 805 a; Xen. Hell. 7, 1, 22 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοθῡμᾰδόν: Ἐπίρρ., ὁμοθύμως, ὁμοφώνως, ὁμοψύχως, Πλάτ. Νόμ. 805Α, κτλ.· ὁμ. ἐκ μιᾶς γνώμης Δημ. 147. 1· κατὰ τὸ πλεῖστον συνημμένον μετὰ τοῦ πάντες, ὁμ. ἅπασιν ἡμῖν... ἀντιληπτὸν Ἀριστοφ. Εἰρ. 484, πρβλ. Ὄρν. 1015, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 17.
French (Bailly abrégé)
adv.
unanimement.
Étymologie: ὁμόθυμος, -δον.
English (Strong)
adverb from a compound of the base of ὁμοῦ and θυμός; unanimously: with one accord (mind).
English (Thayer)
(from ὁμοθυμος, and this from ὁμός and θυμός; on adverbs in ὁμοθυμαδόν (chiefly derived from nouns, and designating form or structure) as γνωμηδον, ῤοιζηδόν, etc., cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii., p. 452), with one mind, of one accord (Vulg. unanimiter (etc.)): R G in Aristophanes, Xenophon, Demosthenes, Philo, Josephus, Herodian, the Sept. ἅπαντες (L T WH πάντες) (Aristophanes pax 484, and often in classical Greek), Acts 5:12 (cf. 2:1 above).
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁμοθυμαδόν)
επίρρ.
1. με ομοψυχία, με ομοφροσύνη, με μια καρδιά («ἀπεκρίθη δὲ πᾱς ὁ λαὸς ὁμοθυμαδόν», ΠΔ)
2. μαζί με άλλους πολλούς
μσν.
κατά την ίδια χρονική στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμόθυμος + επιρρμ. κατάλ. -αδόν (πρβλ. μον-αδόν)].
Greek Monotonic
ὁμοθῡμᾰδόν: επίρρ. (θυμός), ομοψύχως, ομοφώνως, σε Δημ.· κυρίως με το πάντες, σε Αριστοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοθῡμᾰδόν: adv. единодушно, (все) вместе Plat., Xen., Arph. etc.