θεμελιόω: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεμελιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[βάζω]] τα θεμέλια, [[στερεώνω]], [[θέτω]] γερά θεμέλια, σε Ξεν.· Παθ., έχω θέσει τα θεμέλια, τίθενται τα θεμέλια, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., [[βασιλεία]] [[καλῶς]] θεμελιωθεῖσα, σε Διόδ.· [[ἡγεμονία]] [[κάλλιστα]] τεθεμελιωμένη, στον ίδ.· <i>ἐν ἀγαπῇ τεθεμελιωμένη</i>, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''θεμελιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[βάζω]] τα θεμέλια, [[στερεώνω]], [[θέτω]] γερά θεμέλια, σε Ξεν.· Παθ., έχω θέσει τα θεμέλια, τίθενται τα θεμέλια, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., [[βασιλεία]] [[καλῶς]] θεμελιωθεῖσα, σε Διόδ.· [[ἡγεμονία]] [[κάλλιστα]] τεθεμελιωμένη, στον ίδ.· <i>ἐν ἀγαπῇ τεθεμελιωμένη</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''θεμελιόω:''' класть на основание, т. е. основывать, утверждать (ἐπὶ τὴν πέτραν NT): πύργους φοίνιξι θ. Xen. строить башни на основаниях из пальмового дерева; χαλῶς θεμελιωθείς Diod. хорошо упроченный, надежно построенный; ἐρριζωμένος καὶ τεθεμελιωμένος ἔν τινι NT укорененный и утвержденный в чем-л.
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμελῐόω Medium diacritics: θεμελιόω Low diacritics: θεμελιόω Capitals: ΘΕΜΕΛΙΟΩ
Transliteration A: themelióō Transliteration B: themelioō Transliteration C: themelioo Beta Code: qemelio/w

English (LSJ)

   A to lay the foundation of, found firmly, πύργους . . φοίνιξι θεμελιώσας X.Cyr.7.5.11, cf. IG12(2).11.26 (Mytil.), LXXJo.6.25 (26), Ep.Hebr.1.10, etc.:—Pass., have the foundations laid, IG22.1343.15 (i B.C.); ἐπὶ τὴν πέτραν Ev.Matt.7.25: metaph., βασιλεία καλῶς θεμελιωθεῖσα D.S.11.68; ἡγεμονία κάλλιστα τεθεμελιωμένη Id.15.1; ἐν ἀγάπῃ τεθ. Ep.Eph.3.18; τῇ πίστει Ep.Col.1.23.    II destroy utterly, in Pass., -ωθέντα (θεμειλωθ- cod.)· ἐκ ῥιζῶν ἀρθέντα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1193] den Grund legen, gründen, N. T. LXX.; καλῶς θεμελιωθεῖσα βασιλεία D. Sic. 11, 68, vgl. 15, 1; τεθεμελίωτο ἐπὶ τὴν πέτραν Matth. 7, 25.

Greek (Liddell-Scott)

θεμελιόω: βάλλω τὰ θεμέλια, θεμελιώνω, πύργους… φοίνιξι θεμελιώσας Ξεν. Κύρ. 7. 5, 11, πρβλ. Ἐπιστ. π. Ἑβρ. 1. 10, κλ. - Παθ., τίθενται τὰ θεμέλιά μου Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 25, Ἐπιγραφ. παρὰ τῷ Keil σ. 196· μεταφ., βασιλεία καλῶς θεμελιωθεῖσα Διόδ. 11. 68· ἡγεμονία κάλλιστα τεθεμελιωμένη, ὁ αὐτ. 15. 1· ἐν ἀγάπῃ τεθ. Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β΄, 18· τῇ πίστει Κολοσσ. α΄, 23. ΙΙ. ἀνατρέπω ἄρδην, «θεμελιωθέντα· ἐκ ῥιζῶν ἀρθέντα» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
asseoir sur des fondements.
Étymologie: θεμέλιος.

English (Strong)

from θεμέλιος; to lay a basis for, i.e. (literally) erect, or (figuratively) consolidate: (lay the) found(- ation), ground, settle.

English (Thayer)

future θεμελιώσω; 1st aorist ἐθεμελίωσα; passive, perfect participle τεθεμελιωμενος; pluperfect 3rd person singular τεθεμελίωτο (R G; without augment cf. Winer s Grammar, § 12,9; (Buttmann, 33 (29); Tdf. Proleg., p. 121)); the Sept. for יָסַד; (from Xenophon down); to lay the foundation, to found: properly, τήν γῆν, τί ἐπί τί, Diodorus 11,68; 15,1) to make stable, establish (A. V. ground): of the soul (1st aorist optative 3rd person singular) but T, Tr marginal reading in brackets, the future); passive, Colossians 1:23.

Greek Monotonic

θεμελιόω: μέλ. -ώσω, βάζω τα θεμέλια, στερεώνω, θέτω γερά θεμέλια, σε Ξεν.· Παθ., έχω θέσει τα θεμέλια, τίθενται τα θεμέλια, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., βασιλεία καλῶς θεμελιωθεῖσα, σε Διόδ.· ἡγεμονία κάλλιστα τεθεμελιωμένη, στον ίδ.· ἐν ἀγαπῇ τεθεμελιωμένη, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

θεμελιόω: класть на основание, т. е. основывать, утверждать (ἐπὶ τὴν πέτραν NT): πύργους φοίνιξι θ. Xen. строить башни на основаниях из пальмового дерева; χαλῶς θεμελιωθείς Diod. хорошо упроченный, надежно построенный; ἐρριζωμένος καὶ τεθεμελιωμένος ἔν τινι NT укорененный и утвержденный в чем-л.