διακατελέγχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διακατελέγχομαι:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>· Μέσ., [[αναιρώ]] [[κάτι]] εντελώς, [[ανασκευάζω]], <i>τινι</i>, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''διακατελέγχομαι:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>· Μέσ., [[αναιρώ]] [[κάτι]] εντελώς, [[ανασκευάζω]], <i>τινι</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''διακατελέγχομαι:''' решительно возражать (τινι NT).
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακατελέγχομαι Medium diacritics: διακατελέγχομαι Low diacritics: διακατελέγχομαι Capitals: ΔΙΑΚΑΤΕΛΕΓΧΟΜΑΙ
Transliteration A: diakatelénchomai Transliteration B: diakatelenchomai Transliteration C: diakatelegchomai Beta Code: diakatele/gxomai

English (LSJ)

Med.,

   A confute thoroughly, τισί Act.Ap.18.28.

German (Pape)

[Seite 581] gänzlich widerlegen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

διακατελέγχομαι: μέσ., ἐντελῶς ἀναιρῶ, ἀνασκευάζω, τινι, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 28.

French (Bailly abrégé)

réfuter victorieusement.
Étymologie: διά, κατελέγχω.

Spanish (DGE)

refutar por completo, rebatir τοῖς Ἰουδαίοις διακατηλέγχετο δημοσίᾳ Act.Ap.18.28, en v. pas. διακατελεγχόμενος ὑπὸ τῶν ἐμῶν ὑποθηκῶν Felix III Ep.P.p.14.9.

English (Strong)

middle voice from διά and a compound of κατά and ἐλέγχω; to prove downright, i.e. confute: convince.

English (Thayer)

imperfect διακατηλεγχομην; to confute with rivalry and effort or in a contest (on this use of the preposition διά in compos. cf. Herm. ad Vig., p. 854; (others give it here the sense of completeness; see διά, C. 2)): with the dative of person (Winer s Grammar, § 31,1f.; Buttmann, 177 (154)); not found except in R. V. powerfully confuted).

Greek Monotonic

διακατελέγχομαι: μέλ. -ξομαι· Μέσ., αναιρώ κάτι εντελώς, ανασκευάζω, τινι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

διακατελέγχομαι: решительно возражать (τινι NT).