Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαρυγγίζω: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾰρυγγίζω:''' Αττ. μέλ. <i>λαρυγγιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κραυγάζω]] [[δυνατά]], [[ουρλιάζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[φωνάζω]] δυνατότερα και κάνω κάποιον να σωπάσει, <i>λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''λᾰρυγγίζω:''' Αττ. μέλ. <i>λαρυγγιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κραυγάζω]] [[δυνατά]], [[ουρλιάζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[φωνάζω]] δυνατότερα και κάνω κάποιον να σωπάσει, <i>λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾰρυγγίζω:''' <b class="num">1)</b> кричать во все горло, орать Dem., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> заглушать своим криком, (стараться) перекричать (τοὺς ῥήτορας Arph., Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαρυγγίζω Medium diacritics: λαρυγγίζω Low diacritics: λαρυγγίζω Capitals: ΛΑΡΥΓΓΙΖΩ
Transliteration A: laryngízō Transliteration B: laryngizō Transliteration C: laryngizo Beta Code: laruggi/zw

English (LSJ)

   A shout lustily, D.18.291, Phld.Rh.1.200 S., Luc.Am.36; of the raven, croak, Anon. ap. Suid.: c. acc. cogn., bawl out, τάδε Ath.9.383f.    II trans., outdo in shouting, λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας Ar.Eq. 358; acc. to others, will cut their throats, v. Sch.

German (Pape)

[Seite 17] aus voller Kehle, λάρυγξ, schreien, Dem. 18, 291, was Harpocr. erkl. πλατύνειν τὴν φωνὴν καὶ μὴ κατὰ φύσιν φθέγγεσθαι; vgl. λαρυγγιῶ καὶ Νικίαν ταράξω, überschreien, Ar. Equ. 358; Ath. IX, 383 f; ἐπηρμένῃ φωνῇ λαρυγγίζων Luc. amor. 36.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰρυγγίζω: Ἀττ. μέλλ. -ιῶ, κραυγάζω ἰσχυρῶς, κράζω δυνατά, Δημ. 323. 1· «λαρυγγίζων· λάρυγγα θεραπεύων» (Ἡσύχ.), Λουκ. Ἔρωτες 36· - Κατὰ τὸν Ἁρποκρ.: «λαρυγγίζειν, τὸ πλατύνειν τὴν φωνὴν καὶ μὴ κατὰ φύσιν φθέγγεσθαι, ἀλλ’ ἐπιτηδεύειν περιεργότερον τῷ λάρυγγι χρῆσθαι»· - ἐπὶ τοῦ κόρακος, κρώζω, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· (οὕτω λαρυγγισμός, ὁ, ἐν Πλουτ. 2. 129Α)· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., φωνάζω, τάδε Ἀθήν. 383F. ΙΙ. μεταβ., καταβοῶ, φωνάζω δυνατώτερα καὶ κάμνω τινὰ νὰ σιωπήσῃ, κατασιγάζω, λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας Ἀριστοφ. Ἱππ. 358.

French (Bailly abrégé)

f. λαρυγγίσω, att. λαρυγγιῶ;
intr. crier à plein gosier.
Étymologie: λάρυγξ.

Greek Monolingual

(AM λαρυγγίζω) λάρυγξ
νεοελλ.-μσν.
μιλώ με τον λάρυγγα, βγάζω λαρυγγική φωνή
μσν.
αγορεύω, εκφωνώ
(μσν. -αρχ.) φωνάζω δυνατά
αρχ.
1. (για πτηνά) κρώζω
2. κάνω κάποιον να σταματήσει να φωνάζει, φωνάζοντάς του δυνατότερα («λαρυγγιῶ τοὺς ῤήτορας» — θα κατασιγάσω τους ρήτορες ἡ, κατά δ. ερμ., θα τους κάνω να κόψουν τον λαιμό τους, Αριστοφ.).

Greek Monotonic

λᾰρυγγίζω: Αττ. μέλ. λαρυγγιῶ,
I. κραυγάζω δυνατά, ουρλιάζω, σε Δημ.
II. μτβ., φωνάζω δυνατότερα και κάνω κάποιον να σωπάσει, λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λᾰρυγγίζω: 1) кричать во все горло, орать Dem., Luc.;
2) заглушать своим криком, (стараться) перекричать (τοὺς ῥήτορας Arph., Plut.).