ἀποκράδιος: Difference between revisions
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποκράδιος:''' [ρᾰ],-ον ([[κράδη]]), αυτός που έχει αποκοπεί από τη [[συκιά]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀποκράδιος:''' [ρᾰ],-ον ([[κράδη]]), αυτός που έχει αποκοπεί από τη [[συκιά]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποκράδιος:''' (ρᾰ) сорванный со смоковницы ([[σῦκον]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 31 December 2018
English (LSJ)
[ρᾰ], ον,
A plucked from the fig-tree, AP6.300 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκράδιος: -ον, ὁ ἀρτίως ἀποκοπεὶς ἀπὸ τῆς συκῆς, τοῦτο χλωρὸν σῦκον ἀποκράδιον Ἀνθ. Π. 6. 300.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
cueilli à un figuier.
Étymologie: ἀπό, κράδη.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
cogido, cortado de una rama de higuera σῦκον AP 6.300 (Leon.).
Greek Monotonic
ἀποκράδιος: [ρᾰ],-ον (κράδη), αυτός που έχει αποκοπεί από τη συκιά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκράδιος: (ρᾰ) сорванный со смоковницы (σῦκον Anth.).