ἱερόσυλος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱερόσῡλος:''' ὁ ([[συλάω]]), αυτός που βεβηλώνει το ναό, [[ιερόσυλος]], Λατ. [[sacrilegus]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἱερόσῡλος:''' ὁ ([[συλάω]]), αυτός που βεβηλώνει το ναό, [[ιερόσυλος]], Λατ. [[sacrilegus]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱερόσῡλος:''' ὁ, ἡ грабитель храмов, святотатец Arph., Lys., Xen., Plat., Arst., Dem., Plut.
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόσῡλος Medium diacritics: ἱερόσυλος Low diacritics: ιερόσυλος Capitals: ΙΕΡΟΣΥΛΟΣ
Transliteration A: hierósylos Transliteration B: hierosylos Transliteration C: ierosylos Beta Code: i(ero/sulos

English (LSJ)

ὁ, (proparox.)

   A temple-robber, or generally, sacrilegious person, Ar.Pl.30, Lys.30.21, Pl.R.344b, Men.Epit. 560, etc.: fem., ib.504: ἱερόσυλε γραῦ ib.524: neut. as Adj., ἱ. θηρία Id.Pk.176.    II of things, got by sacrilege, παροψίδες Eub.7.4.

German (Pape)

[Seite 1243] ὁ, Tempelräuber; Ar. Plut. 30; Lys. 30, 21; Dem. 24, 119 ff.; Xen. u. A. Bei Plat. Rep. I, 344 b neben ἀνδραποδισταί u. τοιχώρυχοι.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόσῡλος: ὁ, (συλάω) ὁ συλῶν ναόν, Λατ. sacrilegus, Ἀριστοφ. Πλ. 30, Λυσίας 185. 13, Πλάτ. Πολ. 344Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὸ λαμβανόμενον δι’ ἱεροσυλίας, ἱεροσύλοις καὶ πικραῖς παροψίσι Εὔβουλ. ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 1. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui pille un sanctuaire, voleur sacrilège.
Étymologie: ἱερός, συλέω.

English (Strong)

from ἱερόν and συλάω; a temple-despoiler: robber of churches.

English (Thayer)

ἱερόσυλον (from ἱερόν and συλάω), guilty of sacrilege: A. V. robbers of temples; cf. Lightfoot in The Contemp. Rev. for 1878, p. 294 f). (Aristophanes, Xenophon, Plato, Polybius, Diodorus, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἱερόσυλος, -ον)
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιερόσυλος, η ιερόσυλος και ιερόσυλη
αυτός που διαρπάζει ή κλέβει ιερά αντικείμενα από ναό, αγιογδύτης
νεοελλ.
ανευλαβής, ανόσιος, ανοσιουργός, βέβηλος
αρχ.
(για πράγματα) αυτός που προέρχεται από ιεροσυλία.
επίρρ...
ιεροσύλως
με ιερόσυλο τρόπο, με βέβηλο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -συλος (< συλώ), πρβλ. ά-συλος, πρό-συλος].

Greek Monotonic

ἱερόσῡλος: ὁ (συλάω), αυτός που βεβηλώνει το ναό, ιερόσυλος, Λατ. sacrilegus, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἱερόσῡλος: ὁ, ἡ грабитель храмов, святотатец Arph., Lys., Xen., Plat., Arst., Dem., Plut.