ἐμφόρησις: Difference between revisions
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
(11) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμφόρησις]], η (AM)<br /><b>1.</b> [[υπερπλήρωση]]<br /><b>2.</b> υπερβολική [[πολυφαγία]] και [[πολυποσία]]<br /><b>3.</b> υπερβολική [[ηδονή]], [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έμπνευση]], [[επίπνοια]], [[επινόηση]]. | |mltxt=[[ἐμφόρησις]], η (AM)<br /><b>1.</b> [[υπερπλήρωση]]<br /><b>2.</b> υπερβολική [[πολυφαγία]] και [[πολυποσία]]<br /><b>3.</b> υπερβολική [[ηδονή]], [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έμπνευση]], [[επίπνοια]], [[επινόηση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμφόρησις:''' εως ἡ тж. pl. неумеренное потребление (σαρκῶν Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A greedy eating and drinking, Ath.1.10b; σαρκῶν - σεις Plu.2.472b; τῶν ἀλλοτρίων σωμάτων Porph.Abst.1.34; replelion, Paul.Aeg.6.96.
German (Pape)
[Seite 820] ἡ, unmäßiger Genuß, Uebersättigung, Ath. I, 10 b u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφόρησις: -εως, ἡ, ὑπερπλήρωσις, λαίμαργος πολυφαγία καὶ πολυποσία, οὐ διψήσεως ἄκος, ἀλλ’ ἐμφορήσεως ἕνεκα Ἀθήν. 10 Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se gorger de, usage immodéré, jouissance jusqu’à satiété.
Étymologie: ἐμφορέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [plu. nom. -ιες Androcydes en Plu.2.995e]
1 hartura, saciedad de alimentos, c. gen. obj. σαρκῶν Androcides l.c., οἴνου como causa de enfermedad, Gal.19.545, cf. Porph.Abst.1.34, Chrys.M.64.18, op. ἀποχή Ast.Am.Hom.14.9.1, οὐ διψήσεως ἄκος, ἄλλ' ἐμφορήσεως ἕνεκα no un remedio para la sed, sino para saciar Ath.10b, cf. Paul.Aeg.6.96.2, en sent. fig. ἀγαθῶν Herm.in Phdr.138, τοῦ ἔρωτος Herm.in Phdr.164.
2 carga εἰ σάρκινος εἶ, ἔχεις ... τὴν ἥδιστην ἐμφόρησιν Gr.Nyss.Hom.Par.84.5.
3 traída, acción de traer μὴ ... τισιν δόξω λοιμώδους δυσοδμίας ἐργάζεσθαι τὴν ἐμφόρησιν no parezca a alguien que soy yo el que trae el mal olor Epiph.Const.Haer.27.4.5.
Greek Monolingual
ἐμφόρησις, η (AM)
1. υπερπλήρωση
2. υπερβολική πολυφαγία και πολυποσία
3. υπερβολική ηδονή, ευχαρίστηση, απόλαυση
αρχ.
έμπνευση, επίπνοια, επινόηση.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφόρησις: εως ἡ тж. pl. неумеренное потребление (σαρκῶν Plut.).