θυεία: Difference between revisions

From LSJ

γῆ καὶ ὕδωρ πάντ' ἔσθ' ὅσα γίνοντ' ἠδὲ φύονται → earth and water are everything that comes into being and grows, all things that come into being or sprout are earth and water

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυεία:''' Ιων. -είη, ἡ ([[θύω]]), [[γουδί]], [[κονίαμα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''θυεία:''' Ιων. -είη, ἡ ([[θύω]]), [[γουδί]], [[κονίαμα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θυεία:''' и [[θυΐα]] ἡ ступа (ἐν θυΐᾳ ἀναμάττεσθαι Arph.).
}}
}}

Revision as of 09:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠεία Medium diacritics: θυεία Low diacritics: θυεία Capitals: ΘΥΕΙΑ
Transliteration A: thyeía Transliteration B: thyeia Transliteration C: thyeia Beta Code: quei/a

English (LSJ)

Ion. θυ-είη Nic.Th.91: ἡ:—

   A mortar, Ar.Nu.676, Ra.124, al., Lys.Fr.62a.    2 cup of the cottabus, Pl.Com.46.3.—Later θυία, θυΐα, Ph.Bel.88.49, Dsc.2.76.3 and 4; in the sense of oil-press, PFay.42 (a) i 10(ii A.D.): θυίη [ῐ], Androm. ap. Gal.14.41: θυεῖον, τό, PLond.2.193.23 (ii A.D.).    II θύεια, v. θυία 1.

German (Pape)

[Seite 1221] ἡ, der Mörser (nach E. M. 412, 5 θύεια, von θύω, gewaltig stampfen?), Ar. Nubb. 666 u. öfter. Auch θυία u. θυΐα geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

θυεία: Ἰων. -είη, ἡ, ἰγδίον, «γουδί», Ἀριστοφ. Νεφ. 676, Βατρ. 124, κ. ἀλλ.∙ πρβλ. ἴγδις∙ 2) ἀγγεῖον κοττάβου, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Διῒ Καχουμένῳ» 1. - Οἱ τύποι θυία, θυΐα εἶναι δεκτοὶ μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς παρὰ Διοσκ. 2. 87, 88, ἴδε Λοβέκ Φρυν. 165.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mortier, vase à piler.
Étymologie: θύος.

Greek Monolingual

θυεία και ιων. τ. θυείη και μτγν
τ. θυία και θυΐα και θυΐη, ἡ (Α) θύος
1. γουδίθυία οστρακίνη» — ιατρικό γουδί)
2. μετάλλινη λεκάνη με την οποία έπαιζαν το παιγνίδι κότταβος
3. πάπ. ελαιοπιεστήριο οικιακής χρήσεως για σύνθλιψη ελαιωδών σπόρων ή καρπών, με χωριστά εξαρτήματα για τη σύνθλιψη και για την υποδοχή του λαδιού.

Greek Monotonic

θυεία: Ιων. -είη, ἡ (θύω), γουδί, κονίαμα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θυεία: и θυΐα ἡ ступа (ἐν θυΐᾳ ἀναμάττεσθαι Arph.).