πυρία: Difference between revisions

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῠρία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[πῦρ]]), [[λουτρό]] με ατμό, που δημιουργείται ρίχνοντας ευώδεις ουσίες πάνω σε διάπυρους λίθους, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πῠρία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[πῦρ]]), [[λουτρό]] με ατμό, που δημιουργείται ρίχνοντας ευώδεις ουσίες πάνω σε διάπυρους λίθους, σε Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=πυρία -ας, ἡ, Ion. πυρίη [πῦρ] stoombad. geneesk. gebruik van warmte, spec. van behandeling met warme kompressen.
}}
}}

Revision as of 10:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρία Medium diacritics: πυρία Low diacritics: πυρία Capitals: ΠΥΡΙΑ
Transliteration A: pyría Transliteration B: pyria Transliteration C: pyria Beta Code: puri/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, (πῦρ)

   A vapour-bath, made by throwing odorous substances on hot embers confined under a cloth, Hdt.4.75; πυρίαις χρῆσθαι ἐκ λίθων διαπύρων Str.3.3.6; τὰ σώματα ταῖς π. εὖ διατίθησι Plu.2.658d; πυρίαν ἐφεῦρεν [Μήδεια] Palaeph.43: metaph., γίνονται οἷον πυρίαι ἐν τῷ αἵματι Arist.PA651a1.    2 generally of all forms of external application of heat, ξηραὶ π. Hp.Acut.21; ὑγραί, ξηραί, Gal.15.519, cf. Hp.Aph.5.28, 6.31; of cauteries, πυρίῃσι καυτήρων Aret.CD1.2.    3 = πύελος 2, Moschio ap. Ath.5.207f; so perh. in AP11.243 (Nicarch.).    4 = εἰσώστη, CIG3108,3113 (Teos); tomb-chamber, Keil-Premerstein Dritter Bericht No.108, al., Supp.Epigr.4.548.4 (Ephesus), 594.11 (Colophon).    II fishing by torchlight, Arist.HA537a18 (pl.).

German (Pape)

[Seite 821] ἡ, das trockene Dampfbad od. Schwitzbad, Her. 4, 75; Plut. Symp. 3, 10, 3; der Ort dazu, der gew. πυριατήριον heißt; auch eine Badewanne, Ath. V, 207 e; πυρίαν καθελεῖν, Nicarch. 15 (XI, 243), vielleicht = den Kessel vom Feuer nehmen. – Uebtr., οἷον πυρίαι ἐν τῷ αἵματι γίγνονται, Arist. part. an. 2, 4. – Auch = πυρευτική, Fischfang beim Fackelscheine, als v. l. bei Arist. H. A. 4, 10.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρία: Ἰων. -ίη, ἡ, (πῦρ) λουτρὸν δι’ ἀτμοῦ, ὅπερ παρεσκεύαζον ῥίπτοντες σπέρμα καννάβεως ἢ ἄλλας εὐώδεις ὕλας ἐπὶ διαπύρων λίθων, Ἡρόδ. 4. 75, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 4. 5, πρβλ. Foës. Oec. Hipp.· πυρίαις χρῆσθαι ἐκ λίθων διαπύρων Στράβ. 154· τὰ σώματα ταῖς π. εὖ διατίθησι Πλούτ. 2. 658Ε· - καὶ ὑποτίθεται ὅτι τοιοῦτόν τι ὑποδηλοῖ ὁ μύθος περὶ τοῦ λέβητος τῆς Μηδείας, «ὁ δὲ Πελίας ἄνθρωπος γέρων καὶ ἀσθενὴς πυρίᾳ χρώμενος ἐτελεύτησε» Παλαίφατ. 44· πρβλ. πυριάω. 2) = πύελος, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 207F, Ἀνθ. Π. 11. 243. 3) τεφροδόχος κάλπη, Συλλ. Ἐπιγρ. 3108, 3113. ΙΙ. ἁλιεία διὰ πυρσοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 7· πρβλ. πυρευτικός.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sueur produite par la chaleur d’une étuve ou d’un bain.
Étymologie: πῦρ.

Greek Monolingual

και ιων. τ. πυρίη, ἡ, Α
1. ατμόλουτρο το οποίο παρασκεύαζαν ρίχνοντας σπέρματα καννάβεως ή και άλλες ευώδεις ουσίες πάνω σε διάπυρους λίθους («χρωμένους δὶς καὶ πυρίαις ἐκ λίθων διαπύρων», Στράβ.)
2. κάθε είδος εξωτερικής εφαρμογής της θερμότητας
3. ψάρεμα με πυροφάνι
4. θολωτός τάφος, κιβούρι
5. πιθ. λουτήρας
6. οστεοθήκη και, ιδίως, ο καλός και καμαρωτός χώρος τών μεγάλων επιτύμβιων μνημάτων στην Καρία, η εισώστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + κατάλ. -ία].

Greek Monotonic

πῠρία: Ιων. -ίη, ἡ (πῦρ), λουτρό με ατμό, που δημιουργείται ρίχνοντας ευώδεις ουσίες πάνω σε διάπυρους λίθους, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρία -ας, ἡ, Ion. πυρίη [πῦρ] stoombad. geneesk. gebruik van warmte, spec. van behandeling met warme kompressen.