προσπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσπέμπω:''' посылать (κήρυκα Thuc.; τινά τινι Soph.; λόγους ἔς τινας Thuc.).
|elrutext='''προσπέμπω:''' посылать (κήρυκα Thuc.; τινά τινι Soph.; λόγους ἔς τινας Thuc.).
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-πέμπω sturen naar:. π. λόγους ἐς τοὺς δυνατωτάτους αὐτῶν ἄνδρας berichten sturen naar de machtigsten onder hen Thuc. 8.47.2.
}}
}}

Revision as of 10:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπέμπω Medium diacritics: προσπέμπω Low diacritics: προσπέμπω Capitals: ΠΡΟΣΠΕΜΠΩ
Transliteration A: prospémpō Transliteration B: prospempō Transliteration C: prospempo Beta Code: prospe/mpw

English (LSJ)

   A send to, esp. of messengers or envoys, φίλους Ar.Eq. 473; κήρυκα Th.7.3; π. τινά τινι send or conduct one person to another, αὐτὸν δεῦρο προσπέμψας ἐμοί S.OC1349, cf. 1101, Th.1.53, X.Cyr.8.5.18: simply, c. dat., send to one (sc. ἄγγελον), Th.7.35, D. 19.167, etc.; π. τινὶ ἵνα . . Arr.Epict.1.2.19; also π. λόγους ἔς τινας Th.8.47: abs., Hdt.9.108; ἐς Ὄλυνθον Th.2.79.

German (Pape)

[Seite 777] zuschicken; τὸν ἡμᾶς δεῦρο προσπέμψαντά σοι, Soph. O. C. 1103. 1351, bes. von Gesandten, Her. 9, 108, κήρυκα, Thuc. 7, 3; αὐτῷ τὴν θυγατέρα, Xen. Cyr. 8, 5, 18; Dem. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

προσπέμπω: πέμπω πρός τινα, μάλιστα ἐπὶ ἀγγελιαφόρων ἢ πρέσβεων, φίλους Ἀριστοφ. Ἱππ. 473˙ κήρυκα Θουκ. 7. 3˙ πρ. τινά τινι, στέλλω ἢ ὁδηγῶ, προπέμπω τινὰ πρός τινα, αὐτὸν δεῦρο προσπέμψας ἐμοὶ Σοφ. Ο. Κ. 1349, πρβλ. 1101, Θουκ. 1. 53, Ξεν. Κύρ. 8. 5 18˙ ἁπλῶς, πρ. τινί, στέλλω πρός τινα (δηλ. ἄγγελον), Θουκ. 7. 35, Δημ. 393. 18, κτλ.˙ ὡσαύτως, πρ. λόγους ἔς τινας Θουκ. 8. 47˙ καὶ ἀπολ., Ἡρόδ. 9. 108 (ἔνθα ἴδε Valck.), Θουκ. 2. 79.

French (Bailly abrégé)

envoyer vers : τινά τινι envoyer une personne vers une autre ; fig. λόγους εἴς τινας THC envoyer des exhortations, des avis à qqes-uns.
Étymologie: πρός, πέμπω.

Greek Monolingual

Α
1. (σχετικά με αγγελιαφόρους ή πρέσβεις) στέλνω σε κάποιον, αποστέλλω
2. (σχετικά με λόγο) απευθύνω.

Greek Monotonic

προσπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω, ιδίως λέγεται για αγγελιαφόρους ή πρέσβεις, σε Αριστοφ., Θουκ.· προσπέμπω τινά τινι, στέλνω ή οδηγώ ένα πρόσωπο προς ένα άλλο, σε Σοφ., Θουκ.· απλώς, προσπέμπω τινί, στέλνω σε κάποιον (ενν. ἄγγελον), σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης, προσπέμπω λόγους ἔς τινας, στον ίδ.· απόλ., σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσπέμπω: посылать (κήρυκα Thuc.; τινά τινι Soph.; λόγους ἔς τινας Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-πέμπω sturen naar:. π. λόγους ἐς τοὺς δυνατωτάτους αὐτῶν ἄνδρας berichten sturen naar de machtigsten onder hen Thuc. 8.47.2.