συμπαραμένω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(6)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπαραμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>, [[παραμένω]] μαζί με κάποιον ή [[ανάμεσα]] σε άλλους, με δοτ., σε Θουκ.
|lsmtext='''συμπαραμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>, [[παραμένω]] μαζί με κάποιον ή [[ανάμεσα]] σε άλλους, με δοτ., σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-παραμένω, Att. ξυμπαραμένω, blijven bij, met dat.
}}
}}

Revision as of 11:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαραμένω Medium diacritics: συμπαραμένω Low diacritics: συμπαραμένω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΜΕΝΩ
Transliteration A: symparaménō Transliteration B: symparamenō Transliteration C: symparameno Beta Code: sumparame/nw

English (LSJ)

fut.

   A -μενῶ PSI1.64.3 (i B.C.):—stay along with or among, Hp.Prorrh. 2.15, Int.6: c. dat., Th.6.89, SIG567 A12 (Calymna, iii B.C.); [γυνὴ] ἀτυχοῦντι συμπαρέμεινεν Men.325.11, cf.PSIl.c.; endure as long as, τῷ βίῳ Jul.Caes.324d.

German (Pape)

[Seite 984] (s. μένω), mit od. zugleich dabei bleiben, ἀπ' ἐκείνου ξυμπαρέμεινεν ἡ προστασία ἡμῖν τοῦ πλήθους Thuc. 6, 89.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραμένω: παραμένω ὁμοῦ, Ἱππ. Προρρ. 100· μετὰ δοτ., Θουκ. 6. 89 [γυνὴ] ἀτυχοῦντι συμπαρέμεινεν Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1. 11.

French (Bailly abrégé)

rester en même temps que, τινι ; abs. persister.
Étymologie: σύν, παραμένω.

English (Strong)

from σύν and παραμένω; to remain in company, i.e. still live: continue with.

English (Thayer)

future ἀυμπαραμένω; "to abide together with (Hippocrates, Thucydides, Dionysius Halicarnassus, others); to continue to live together": τίνι, with one, others, παραμένω, which see) (Psalm 72:5>).

Greek Monolingual

Α παραμένω
1. εξακολουθώ να παραμένω
2. εξακολουθώ να μένω πιστός σε κάποιον
3. διαρκώ όσο και κάποιος άλλος ή κάτι άλλο
4. απομένω («τοῡτο συμπαρέμεινε τοῑς ἐκγόνοις», Θεμίστ.).

Greek Monolingual

Α παραμένω
1. εξακολουθώ να παραμένω
2. εξακολουθώ να μένω πιστός σε κάποιον
3. διαρκώ όσο και κάποιος άλλος ή κάτι άλλο
4. απομένω («τοῡτο συμπαρέμεινε τοῑς ἐκγόνοις», Θεμίστ.).

Greek Monotonic

συμπαραμένω: μέλ. -μενῶ, παραμένω μαζί με κάποιον ή ανάμεσα σε άλλους, με δοτ., σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παραμένω, Att. ξυμπαραμένω, blijven bij, met dat.