κομέω: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κομέω:''' Ιων. παρατ. <i>κομέεσκον</i>, [[φροντίζω]], [[παρακολουθώ]], [[επιμελούμαι]], [[περιποιούμαι]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''κομέω:''' Ιων. παρατ. <i>κομέεσκον</i>, [[φροντίζω]], [[παρακολουθώ]], [[επιμελούμαι]], [[περιποιούμαι]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κομέω:''' <b class="num">I</b> ион. = [[κομάω]].<br /><b class="num">II</b> [одного корня с [[κομίζω]] (эп. impf. iter. κομέεσκον)<br /><b class="num">1)</b> заботиться, холить, окружать вниманием (γέροντα [[ἐνδυκέως]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> (со)держать, кормить (ἵππους HH; [[κύνα]] Hes.).
}}
}}

Revision as of 11:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομέω Medium diacritics: κομέω Low diacritics: κομέω Capitals: ΚΟΜΕΩ
Transliteration A: koméō Transliteration B: komeō Transliteration C: komeo Beta Code: kome/w

English (LSJ)

(A), Ep. impf.

   A κομέεσκον Od.24.390:—Ep. Verb, take care of, tend, in Il. of horses, τούτω μὲν θεράποντε κομείτων 8.109, cf. 113, h.Ap.236; of dogs, Od.17.310, 319, Hes.Op.604; elsewh. in Od. always of men, γέροντα ἐνδυκέως κομέεσκεν 24.390, cf. 6.207, etc.; of children, σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε 11.250; κούρην . . κομέουσι τοκῆες IG3.1335, cf. Supp.Epigr.1.567 (Karanis, iii B.C.). (Prob. cogn. with κάμνω, q.v.)
κομέω (B), Ion. for κομάω.

German (Pape)

[Seite 1477] besorgen, warten, pflegen; Od. 6, 206; τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέες οὐ κομέουσι 17, 319; καί ῥα γέροντα ἐνδυκέως κομέεσκεν 24, 388, pflegte sorglich den Greis; – von Pferden, Il. 8, 109. 113; – σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε Od. 11, 249; – κύνα Hes. O. 602; – sp. D., wie Ap. Rh. 1, 780, εὖ κομέουσιν ἐδωδῇ ἀνέρας 2, 1015. – Verwandt mit κόμη, comere, κομίζω. – S. auch κομάω.

Greek (Liddell-Scott)

κομέω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ κομάω.
Ἰων. παρατ. κομέεσκον· ― Ἐπικ. ῥῆμα, φροντίζω περί τινος, ἐπιμελοῦμαί τινος, περιποιοῦμαι, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ ἵππου, τούτω μὲν θεράποντε κομείτων Θ. 109, πρβλ. 113, κτλ.· οὕτω, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 236· ἐπὶ κυνῶν, Ὀδ. Ρ. 310, 319, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 602· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Ὀδ. ἀείποτε ἐπὶ ἀνδρῶν, γέροντα ἐνδυκέως κομέεσκον Ὀδ. Ω. 390, πρβλ. Ζ. 207, κτλ.· καὶ ἐπὶ τέκνων, σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε Λ. 250· κούρην... κομέουσι τοκῆες Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 17. (πρβλ. κομίζω, κομψός, Λατ. comptus· ἐν συνθέτ. ἱπποκόμος.)

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
prendre soin de, soigner, acc..
Étymologie: DELG cf. κάμνω, κομίζω.
2-ῶ :
ion. c. κομάω.

English (Autenrieth)

κομέουσι, ipf. ἐκόμει, κομείτην, iter. κομέεσκε: take care of, tend, by affording food, bed, clothing, bath, Od. 11.250; of animals, Od. 17.310, 319.

Greek Monotonic

κομέω: Ιων. παρατ. κομέεσκον, φροντίζω, παρακολουθώ, επιμελούμαι, περιποιούμαι, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

κομέω: I ион. = κομάω.
II [одного корня с κομίζω (эп. impf. iter. κομέεσκον)
1) заботиться, холить, окружать вниманием (γέροντα ἐνδυκέως Hom.);
2) (со)держать, кормить (ἵππους HH; κύνα Hes.).