λέντιον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λέντιον:''' τό, Λατ. [[linteum]], ύφασμα, [[πετσέτα]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''λέντιον:''' τό, Λατ. [[linteum]], ύφασμα, [[πετσέτα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''λέντιον:''' τό (лат. [[linteum]]) полоса льняной ткани, полотенце NT.
}}
}}

Revision as of 13:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέντιον Medium diacritics: λέντιον Low diacritics: λέντιον Capitals: ΛΕΝΤΙΟΝ
Transliteration A: léntion Transliteration B: lention Transliteration C: lention Beta Code: le/ntion

English (LSJ)

τό, = Lat.

   A linteum, cloth, napkin, towel, Peripl.M.Rubr.6 (pl.), Vit.Aesop.Oxy.2083.48, Ev.Jo.13.4, Inscr.Magn.116.34, BSA 27.228 (Sparta, ii A.D.):—hence λεντι-άριος, ὁ, prob.attendant at the bath, IG3.1160.72, 14.2323:

German (Pape)

[Seite 28] τό, das lat. linteum, N. T. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λέντιον: τό, τὸ Λατ. linteum, ὀθόνη λινοῦ, ὕφασμα, μάκτρον, «προσόψι», τὸ Τουρκ. «πεστεμάλι», Ἀρρ. Περίπλ. εἰς Ἐρυθρ. Θάλασσ. 4, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιγ΄, 4, Εὐστ. Πονημ. 298. 17· παρὰ τῷ Νόννῳ, λίντεον· - λεντιάριος, ὁ, πιθ. ὑπηρέτης ἐν τῷ λουτρῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 275. 71.

English (Strong)

of Latin origin; a "linen" cloth, i.e. apron: towel.

English (Thayer)

λεντιου, τό (a Latin word, linteum), a linen cloth, towel (Arrian peripl. mar. rubr. 4): of the towel or apron, which servants put on when about to work (Suetonius, Calig. 26), Ev. Nicod. c. 10; cf. Thilo, Cod. Apocrypha, p. 582f.

Greek Monolingual

το (AM λέντιον)
1. λινό ύφασμα
2. αυτό που φορά κάποιος για να δουλέψει, ποδιά
μσν.-αρχ.
ιερατικό ένδυμα
αρχ.
κάλυμμα του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. linteum ή lenteum < λατ. linum «λινό»].

Greek Monotonic

λέντιον: τό, Λατ. linteum, ύφασμα, πετσέτα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

λέντιον: τό (лат. linteum) полоса льняной ткани, полотенце NT.