περίνοια: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίνοια:''' ἡ, ευφυία, [[οξυδέρκεια]], σε Θουκ.
|lsmtext='''περίνοια:''' ἡ, ευφυία, [[οξυδέρκεια]], σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=περίνοια -ας, ἡ [περινοέω] begrip, intelligentie. overmaat aan scherpzinnigheid. Thuc. 3.43.3.
}}
}}

Revision as of 14:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίνοια Medium diacritics: περίνοια Low diacritics: περίνοια Capitals: ΠΕΡΙΝΟΙΑ
Transliteration A: perínoia Transliteration B: perinoia Transliteration C: perinoia Beta Code: peri/noia

English (LSJ)

ἡ,

   A thoughtfulness, quick comprehension, τινος Pl.Ax.370c : abs., Philostr.VS2.4.2, Luc.Zeux.2 ; ἐν περινοίᾳ γεγονέναι to have comprehended, Gal.18(1).331.    2 deliberation, ἐν περινοίᾳ τοῦ μεταστήσοντος αὑτὸν ἦν J.AJ18.6.2.    II over-wiseness, Th.3.43 ; subtlety, λογικὴ π. Simp.in Ph.1205.28.    III disdain, contempt, Aristid.1.141 J. (v.l.), Lib.Or.12.48, Phot., Suid.    IV sharp practice, fraud, π. καὶ ἀπάτη Just.Nov.7.12, cf. Cod.Just.1.3.41.5.

German (Pape)

[Seite 583] ἡ, Ueberlegung, Einsicht, Kenntniß; καὶ γνῶσις, Plat. Ax. 370 a; Sp.; Ueberklugheit, Thuc. 3, 43; Phot. erkl. ὑπερηφανία.

Greek (Liddell-Scott)

περίνοια: ἡ, σύνεσις, δεξιότης, εὐφυΐα, τινος Πλάτ. Ἀξίοχ. 370Α· ἀπολ., Φιλόστρ. 569, Λουκ. Ζεῦξις 2. ΙΙ. ὑπερβολικὴ σύνεσις, Θουκ. 3. 43. ΙΙΙ. = ὑπερηφανία, Ἀριστείδ. 1. 141, Φώτ., Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 compréhension, intelligence;
2 en mauv. part finesse, habileté.
Étymologie: περινοέω.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ περίνους
1. σύλληψη με τον νου, κατανόηση («οὐ γὰρ οἶόν τε ἄλλως ἐν περινοίᾳ θεοῡ γενέσθαι», Γρηγ. Ναζ.)
2. επιδεικτική γνώση, δοκησισοφία («μόνην τε πόλιν διὰ τὰς περινοίας εὖ ποιῆσαι ἐκ τοῡ προφανοῡς μὴ ἐξαπατήσαντα ἀδύνατον», Θουκ.)
3. απάτη, τέχνασμα
αρχ.
1. σύνεση, ευφυΐα («περίνοιαν καὶ γνῶσιν», Πλάτ.)
2. συζήτηση, ανταλλαγή σκέψεων
3. υπερηφάνεια.

Greek Monotonic

περίνοια: ἡ, ευφυία, οξυδέρκεια, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίνοια -ας, ἡ [περινοέω] begrip, intelligentie. overmaat aan scherpzinnigheid. Thuc. 3.43.3.