κατάβλημα: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(19) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[κατάβλημα]]) [[καταβάλλω]]<br />[[κάθε]] [[πράγμα]] που καταβιβάζεται, [[παραπέτασμα]], [[αυλαία]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[επιχείρημα]]) η [[ανατροπή]], η [[κατάρρευση]] («πτῶμά τοι τὸ [[κατάβλημα]]», Δημόκρ.)<br /><b>2.</b> (για πλοία) [[παράρρυμα]], [[παραπέτασμα]] που χρησίμευε για [[απόκρουση]] βλημάτων<br /><b>3.</b> (για υφάσματα) η κροσσωτή [[παρυφή]], το [[κράσπεδο]], η [[ούγια]]<br /><b>4.</b> εξωτερικό [[περίβλημα]], [[περικάλυμμα]]<br /><b>5.</b> <b>επιγρ.</b> η [[πληρωμή]]. | |mltxt=το (Α [[κατάβλημα]]) [[καταβάλλω]]<br />[[κάθε]] [[πράγμα]] που καταβιβάζεται, [[παραπέτασμα]], [[αυλαία]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[επιχείρημα]]) η [[ανατροπή]], η [[κατάρρευση]] («πτῶμά τοι τὸ [[κατάβλημα]]», Δημόκρ.)<br /><b>2.</b> (για πλοία) [[παράρρυμα]], [[παραπέτασμα]] που χρησίμευε για [[απόκρουση]] βλημάτων<br /><b>3.</b> (για υφάσματα) η κροσσωτή [[παρυφή]], το [[κράσπεδο]], η [[ούγια]]<br /><b>4.</b> εξωτερικό [[περίβλημα]], [[περικάλυμμα]]<br /><b>5.</b> <b>επιγρ.</b> η [[πληρωμή]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατάβλημα -ατος, τό [καταβάλλω] verwerping:. πτῶμά τοι τὸ κατάβλημα de verwerping betekent je eigen val Democr. B 125. geneesk. verband, windsel. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A overthrow, in argument, πτῶμά τοι τὸ κ. Democr.125. II anything let down: hence, 1 in ships, tarpaulin for keeping off missiles, IG22.1629.409, 1631.262,al. 2 curtain, drop-scene of a theatre, in pl., Poll.4.127,131. 3 skirt, fringe, Duris14J. 4 outer wrapper, Hp.Art.33. III payment, dub. in IG12.354.
German (Pape)
[Seite 1340] τό, das Herabgeworfene, Niedergelassene, der Vorhang im Theater, der bei den Alten herabgelassen wird, u. der die Decorationen vorstellende Ueberwurf über die περίακτοι, Poll. 4, 127. 131; – das Darübergeworfene, Umwurf, Ath. XII, 536 a; Umschlag, Medic. – Bei den Schiffen ein Stück der Takelage, Att. Seew. p. 160.
Greek (Liddell-Scott)
κατάβλημα: τό, τὸ καταθετὸν ἢ καταβληθέν, πρβλ. προσκατάβημα. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα καταβιβαζόμενον, 1) παραπέτασμα, τὸ καταπέτασμα τοῦ θεάτρου, Πολυδ. Δ΄, 127, 131: ― περὶ τῶν καταβλημάτων τῶν πλοίων ἴδε Böckh Att. Seewesen, σ. 161. 2) κράσπεδον ἢ κροσσωτὴ παρυφή, Ἀθήν. 536Α. 3) ἐξωτερικὸν περικάλυμμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799.
Greek Monolingual
το (Α κατάβλημα) καταβάλλω
κάθε πράγμα που καταβιβάζεται, παραπέτασμα, αυλαία κ.ά.
αρχ.
1. (για επιχείρημα) η ανατροπή, η κατάρρευση («πτῶμά τοι τὸ κατάβλημα», Δημόκρ.)
2. (για πλοία) παράρρυμα, παραπέτασμα που χρησίμευε για απόκρουση βλημάτων
3. (για υφάσματα) η κροσσωτή παρυφή, το κράσπεδο, η ούγια
4. εξωτερικό περίβλημα, περικάλυμμα
5. επιγρ. η πληρωμή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάβλημα -ατος, τό [καταβάλλω] verwerping:. πτῶμά τοι τὸ κατάβλημα de verwerping betekent je eigen val Democr. B 125. geneesk. verband, windsel.