παλαιόπλουτος: Difference between revisions

From LSJ
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλαιόπλουτος:''' -ον, [[πλούσιος]] από προηγούμενα χρόνια, σε Θουκ.
|lsmtext='''πᾰλαιόπλουτος:''' -ον, [[πλούσιος]] από προηγούμενα χρόνια, σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=παλαιόπλουτος -ον [παλαιός, πλοῦτος] met oud geld.
}}
}}

Revision as of 14:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιόπλουτος Medium diacritics: παλαιόπλουτος Low diacritics: παλαιόπλουτος Capitals: ΠΑΛΑΙΟΠΛΟΥΤΟΣ
Transliteration A: palaióploutos Transliteration B: palaioploutos Transliteration C: palaioploutos Beta Code: palaio/ploutos

English (LSJ)

ον,

   A full of ancient wealth, χωρίον Th.8.28, cf. Arist.Ath.6.2.

German (Pape)

[Seite 445] mit altem, längst gesammeltem Reichthume, Thuc. 8, 28 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιόπλουτος: -ον, πλούσιος ἐκ παλαιῦ χρόνου, ὡς τὸ ἀρχαιόπλουτος, Θουκ. 8. 28· ἀντίθετον τῷ νεόπλουτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
riche depuis longtemps.
Étymologie: πάλαι, πλοῦτος.

Greek Monolingual

παλαιόπλουτος, -ον (Α)
ο από παλαιά πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -πλοῦτος.

Greek Monotonic

πᾰλαιόπλουτος: -ον, πλούσιος από προηγούμενα χρόνια, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλαιόπλουτος -ον [παλαιός, πλοῦτος] met oud geld.