θρύψις: Difference between revisions
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θρύψις:''' -εως, ἡ, [[θραύση]], [[σπάσιμο]] σε [[πολλά]] μικρά κομμάτια· μεταφ., [[μαλθακότητα]], [[αδυναμία]], [[διαφθορά]], [[ακολασία]], σε Ξεν., Πλάτ., κ.λπ. | |lsmtext='''θρύψις:''' -εως, ἡ, [[θραύση]], [[σπάσιμο]] σε [[πολλά]] μικρά κομμάτια· μεταφ., [[μαλθακότητα]], [[αδυναμία]], [[διαφθορά]], [[ακολασία]], σε Ξεν., Πλάτ., κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρύψις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> дробление, деление (κατὰ [[μέρος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> расчесывание, причесывание (τῆς [[κόμης]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> рассеяние, разрежение (τοῦ ἀέρος Arst.);<br /><b class="num">4)</b> расслабленность, вялость (τοῦ σώματος [[ἀσθένεια]] καὶ θ. Plut.);<br /><b class="num">5)</b> изнеженность, любовь к роскоши (τῶν Περσῶν Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A breaking in small pieces, οὔτε . . εἴη ἂν ἄπειρος ἡ θ. Arist.GC316b30; dispersion, ἡ θ. τοῦ ἀέρος Id.de An.419b23; coupled with διάλυσις, Chrysipp.Stoic.2.173. II softness, weakness, σώματος Plu.Dem.4: esp. metaph., debauchery, X.Cyr.8.8.16, Plu.Lyc. 14: pl., Id.2.732e. 2 daintiness, κόμης ib.693b; θ. (cj. for τρίψις) ἐπικρατίδων Hp.Praec.10.
German (Pape)
[Seite 1221] ἡ, das Zerreiben, Zermalmen, Aufreiben, ἀέρος Arist. de anim. 2, 8, Sp.; – Weichlichkeit, schwelgerische Lebensart, Luxus, Xen. Cyr. 8, 8, 16 u. öfter bei Sp., wie Plut. Dem. 4 Lycurg. 14 Ael. H. A. 5, 11. 6, 19.
Greek (Liddell-Scott)
θρύψις: -εως, ἡ, θραῦσις εἰς μικρὰ τεμάχια, σύντριψις, οὔτε... εἴη ἂν ἄπειρος ἡ θρ. Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 2, 20, πρβλ. τὸ π. Ψυχ. 2. 8, 5. ΙΙ. μεταφ., μαλακότης, ἀδυναμία, ἀκολασία, ἀσέλγεια, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 16, Πλούτ. ἐν Λυκούργ. 14, Ἀνθ. Π. 8. 166, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’énerver ; mollesse, vie molle et efféminée.
Étymologie: θρύπτω.
Greek Monotonic
θρύψις: -εως, ἡ, θραύση, σπάσιμο σε πολλά μικρά κομμάτια· μεταφ., μαλθακότητα, αδυναμία, διαφθορά, ακολασία, σε Ξεν., Πλάτ., κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
θρύψις: εως ἡ1) дробление, деление (κατὰ μέρος Arst.);
2) расчесывание, причесывание (τῆς κόμης Plut.);
3) рассеяние, разрежение (τοῦ ἀέρος Arst.);
4) расслабленность, вялость (τοῦ σώματος ἀσθένεια καὶ θ. Plut.);
5) изнеженность, любовь к роскоши (τῶν Περσῶν Xen.).