ἀναθορυβέω: Difference between revisions

From LSJ

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναθορῠβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κραυγάζω]], [[εκφράζω]] [[δυνατά]] την [[επιδοκιμασία]] μου, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[επιδοκιμάζω]], [[χειροκροτώ]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀναθορῠβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κραυγάζω]], [[εκφράζω]] [[δυνατά]] την [[επιδοκιμασία]] μου, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[επιδοκιμάζω]], [[χειροκροτώ]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναθορῠβέω:''' издавать одобрительный шум Plat.: ἀνεθορύβησαν ὡς εὖ λέγοι Xen. они криком одобрили его речь.
}}
}}

Revision as of 16:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθορῠβέω Medium diacritics: ἀναθορυβέω Low diacritics: αναθορυβέω Capitals: ΑΝΑΘΟΡΥΒΕΩ
Transliteration A: anathorybéō Transliteration B: anathorybeō Transliteration C: anathoryveo Beta Code: a)naqorube/w

English (LSJ)

   A cry out loudly, commonly in applause, ἀ. ὡς εὖ λέγοι Pl.Prt.334c, cf. X.An.5.1.3; ὡς εὖ εἰπόντος τινὸς ἀ. ib.6.1.30, cf. Pl. Smp.198a: abs., Euthd.276b.

German (Pape)

[Seite 188] auflärmen, seinen Beifall laut zu erkennen geben, ὡς εὖ λέγοι Plat. Prot. 334 c; Euthyd. 276 c; Xen. An. 5, 1, 3. 9, 30, ὡς εὖ εἰπόντος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθορῠβέω: ποιῶ θόρυβον, ἐκφράζω θορυβωδῶς τὴν ἐπιδοκιμασίαν μου. Λατ, acclamare, οἱ παρόντες ἀνεθορύβησαν, ὡς εὖ λέγοι Πλατ. Πρωτ. 334C, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 1. 3· ὡς εὖ εἰπόντως τινὸς ἀν. αὐτόθι 6. 1, 30, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 276Β. ΙΙ. μετ’ αίτ., ἐπιδοκιμάζω, χειροκροτῶ, αὐτόθι Συμπ. 198Α. 2) διαταράσσω, Εὐσέβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
acclamer bruyamment, applaudir.
Étymologie: ἀνά, θορυβέω.

Spanish (DGE)

1 dar muestras de aprobación ruidosamente, aplaudir οἱ παρόντες ἀνεθορύβησαν ὡς εὖ λέγοι Pl.Prt.334c, cf. X.An.5.1.3, ὡς εὖ εἰπόντος τοῦ Ἀγασίου ἀνεθορύβησαν X.An.6.1.30, cf. Pl.Smp.198a
abs. ἅμα ἀνεθορύβησάν τε καὶ ἐγέλασαν Pl.Euthd.276b.
2 c. ac. conmocionar, alterar μεγίστων τὴν Ἀσίαν ἀναθορυβησάντων διωγμῶν Eus.HE 4.15.1, cf. Hsch.

Greek Monotonic

ἀναθορῠβέω: μέλ. -ήσω,
I. κραυγάζω, εκφράζω δυνατά την επιδοκιμασία μου, σε Πλάτ., Ξεν.
II. με αιτ., επιδοκιμάζω, χειροκροτώ, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναθορῠβέω: издавать одобрительный шум Plat.: ἀνεθορύβησαν ὡς εὖ λέγοι Xen. они криком одобрили его речь.