ἀναπολέω: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναπολέω:''' ποιητ. ἀμ-[[πολέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κυρίως]] [[αναστρέφω]] το [[χώμα]]· απ' όπου [[επαναλαμβάνω]], [[αναθεωρώ]], σε Πίνδ., Σοφ. | |lsmtext='''ἀναπολέω:''' ποιητ. ἀμ-[[πολέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κυρίως]] [[αναστρέφω]] το [[χώμα]]· απ' όπου [[επαναλαμβάνω]], [[αναθεωρώ]], σε Πίνδ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναπολέω:''' поэт. [[ἀμπολέω]]<br /><b class="num">1)</b> вновь обдумывать (τρὶς [[τετράκι]] τι Pind.; τι ἐν ἑαυτῷ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> повторять (δὶς καὶ τρὶς ταὐτὰ ἔπη Soph.; μνήμην Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. ἀμπ-, properly,
A turn up the ground again (τρὶς ἀροτριᾶν τὴν γῆν, Hsch. s.v. ὡραπολεῖν): hence, go over again, repeat, ταὐτὰ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν Pi.N.7.104; δὶς ταὐτὰ βούλει καὶ τρὶς ἀναπολεῖν μ' ἔπη; S.Ph.1238; ὅταν [ψυχὴ] αὖθις ταύτην ἀναπολήσῃ [μνήμην] Pl.Phlb.34b, cf. Vett.Val.242.20:—aor. 1 Pass., J.AJ13.5.8.
German (Pape)
[Seite 203] umwenden, ἀμπολεῖν ταὐτὰ τρὶς καὶ τετράκις Pind. N. 7, 104; vom Acker, umpflügen; von Speisen, wiederkäuen. Aelian. bei Suid. Uebertr., im Geiste herumwenden, überdenken, erwägen, ἔπη, wiederholen, Soph. Phil. 1222; μνήμην Plat. Phil. 34 b; Suid. erkl. geradezu ἀναμιμνήσκεσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπολέω: ποιητ. ἀμπ-, κυρίως, ἀναστρέφω τὸ χῶμα δι’ ἀρότρου, ἀναστρέφω αὐτὸ πάλιν, (τρὶς ἀροτριᾶν τὴν γῆν Ἡσύχ. ἐν λ. ὡραπολεῖν), πρβλ. πολέω, ἀναπολίζω: ἐντεῦθεν, διεξέρχομαι ἐκ νέου, ἐπαναλαμβάνω, ἀναθεωρῶ, Λατ. volvere ἤ versare [animo], ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ’ ἀμπολεῖν Πινδ. Ν. 7. 153· δὶς ταὐτὰ βούλει καὶ τρὶς ἀναπολεῖν μ’ ἔπη; Σοφ. Φ. 1238· ὅταν ... αὖθις ταύτην ἀναπολήσῃ [μνήμην] Πλάτ. Φίλ. 34Β, «ἀναπολεῖ, ἀναμιμνήσκεται» Σουΐδ. ―«ἀναπολεῖ, μνημονεύει, Λάκωνες» Ἡσύχ.: ― περὶ τροφῆς, ἀναμασῶμαι, «μόνος ὁ θαλάσσιος σκάρος τὴν τροφὴν ἀναπολεῖ, ὥσπερ καὶ τὰ βληχητά, ἃ δὴ μηρυκᾶται» Αἰλ. παρὰ Σουΐδᾳ (Αἰλ. π. Ζ. 2. 54, ἔνθα ὅμως γράφεται ἀναπλέουσαν): ― α΄ ἀόρ. παθ. Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 13. 5, 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tourner et retourner dans son esprit;
2 redire, répéter.
Étymologie: ἀνά, πολέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀμπ- Pi.N.7.104
1 repetir ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν Pi.l.c., δὶς ταὐτὰ βούλει καὶ τρὶς ἀναπολεῖν μ' ἔπη; S.Ph.1238, gram. ἡ δὲ αὐτὸς ἐπ' ἀναπολούμενον πρόσωπον φέρεται A.D.Pron.61.5, cf. 14.4, Synt.18.5, 27.6
2 recordar ὅταν ... (ψυχή) αὖθις ταύτην (μνήμην) ἀναπολήσῃ Pl.Phlb.34b, τὸ τοῦ προτέρου βίου καὶ τοῦ νῦν Epicur.Fr.[133] 4, τοὺς ἐπί τινι λίαν ἀγανακτήσαντας M.Ant.12.27, ταῦθ' <εἰκὸς> ἑκάστου τῶν πονηρῶν τὴν ψυχὴν ἀναπολεῖν Plu.2.556a, τὰ πεπραγμένα Arr.Epict.4.6.35
•ὅτι ... Vett.Val.242.20
•abs. Amelius en Porph.Plot.17.33, ἀναπολεῖ· μνημονεύει Hsch.
•registrar, hacer constar ἀπὸ τῆς ἐξ ἀρχῆς ἀναποληθείσης ἡμῖν οἰκειότητος desde que por primera vez quedó constancia de nuestra amistad I.AI 13.168, τὰ ἐκεῖ θεάματα Meth.Symp.8.2.
3 volver a trabajar ἀναπολεῖν δὲ λέγουσι τὸ τρὶς ἀροτριᾶν τὴν γῆν Hsch.s.u. ὡραπολεῖν.
Greek Monotonic
ἀναπολέω: ποιητ. ἀμ-πολέω, μέλ. -ήσω, κυρίως αναστρέφω το χώμα· απ' όπου επαναλαμβάνω, αναθεωρώ, σε Πίνδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπολέω: поэт. ἀμπολέω
1) вновь обдумывать (τρὶς τετράκι τι Pind.; τι ἐν ἑαυτῷ Plut.);
2) повторять (δὶς καὶ τρὶς ταὐτὰ ἔπη Soph.; μνήμην Plat.).