ἀνυστός: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνυστός:''' -όν ([[ἀνύω]]), κατορθωμένος, [[κατορθωτός]], σε Ευρ.· <i>ὡς ἀνυστόν</i>, όπως το <i>ὡς δυνατόν</i>, <i>σιγῇ ὡς ἀν</i>., όσο πιο [[σιγά]] γίνεται, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀνυστός:''' -όν ([[ἀνύω]]), κατορθωμένος, [[κατορθωτός]], σε Ευρ.· <i>ὡς ἀνυστόν</i>, όπως το <i>ὡς δυνατόν</i>, <i>σιγῇ ὡς ἀν</i>., όσο πιο [[σιγά]] γίνεται, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνυστός:''' исполнимый, достижимый Eur., Arst., Plut.: ὡς или ᾗ ἀνυστόν Xen. насколько возможно. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A to be accomplished, practicable, οὔκ ἐστ' ἀνυστὸν τόνδε σοι κατακτανεῖν E.Heracl.961, cf. D.Chr.12.34; τί γὰρ μερόπεσσιν ἀ.; Opp.H.2.4: neut., ὡς ἀνυστόν [ἐστι], like ὡς δυνατόν, ὡς ἀ. κάλλιστα Diog.Apoll.3; ὡς ἀ. ἀνθρωπίνῃ γνώμῃ Hp. Nat.Puer.29; σιγῇ ὡς ἀ. as silently as possible, X.An.1.8.11; ᾗ ἀ. μετριωτάτῳ Id.Lac.1.3; τὰ ἀνθρώπῳ ἀ. Arist.Fr.44. 2 of persons, able, ready, πρὸς λόγους Hp.Decent.3.
German (Pape)
[Seite 267] vollendet, thunlich, ὡς ἀνυστόν, so viel als möglich, Xen. An. 1, 8, 11; Arr. 1, 4, 10; Plut. Lyc. 29 u. sonst; οὐκ ἔστ' ἀνυστόν σοι, du kannst es nicht durchsetzen, Eur. Heracl. 961.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυστός: -όν, ὁ δυνάμενος νὰ γείνῃ, κατορθωτός, οὐκ ἔστ’ ἀνυστὸν τόνδε σοι κατακτανεῖν, δὲν εἶναι ἐπιτετραμμένον, Εὐρ. Ἡρακλ. 961· τὶ γὰρ μερόπεσσιν ἀνυστὸν νόσφι θεῶν; τὶ δύνανται νὰ κάμωσιν οἱ θνητοὶ χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ; Ὀππ. Ἁλ. 2. 4: - οὐδ., ὡς ἀνυστόν [ἐστι], κατὰ τὸ δυνατόν, κατὰ δύναμιν, ὡς ἀνυστὸν κάλλιστα Διογ. Ἀπολλ. Ἀποσπ. 4· ὡς ἀνυστὸν ἀνθρωπίνῃ γνώμῃ Ἱππ. 245. 51· σιγῇ ὡς ἀν., ὡς οἷόν τε ἐν σιγῇ, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 11· ᾗ ἀν. μετριωτάτῳ ὁ αὐτ. Λακ. 1. 3· τὸ μετὰ τὸ ἄριστον... ἀνυστὸν Ἀριστ. Ἀποσπ. 40. 2) ἐπὶ προσώπων, ἱκανός, ἕτοιμος, πρὸς λόγους Ἱππ. 22. 53.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut accomplir : ὡς ἀνυστόν XÉN, ᾗ ἀνυστόν XÉN autant que possible.
Étymologie: ἀνύω.
Spanish (DGE)
-όν
• Alolema(s): tb. ἁνυστός X.An.1.8.11, Lac.1.3
I de abstr.
1 posible, realizable ἀνυστά περ ἀντιόωσαν A.R.3.717
•en constr. neg. οὐ γὰρ ἀνυστόν Parm.B 2.7, D.Chr.12.34, ἄλλως τε οὐκ ἀνυστόν de otra forma no es posible Hp.Septim.122.20
•c. inf. οὐ γὰρ ἀνυστὸν ... εἶναι Anaxag.B 5, Thgn.1195
•τί γὰρ μερόπεσσιν ἀνυστόν; Opp.H.2.4
•ὡς ἀνυστόν lo más posible, en la medida posible Hp.Nat.Puer.29, σιγῇ ὡς ἀ. con el mayor silencio posible X.An.l.c., ὡς ἀνυστὸν κάλλιστα Diog.Apoll.B 3, σίτῳ ᾗ ἀνυστὸν μετριωτάτῳ X.Lac.l.c.
•subst. μάλιστα τῶν ἀνυστῶν Democr.B 279, τὰ ἀνθρώπῳ ἀνυστά Arist.Fr.44.
2 accesible τοῦτο (μάθημα) ἀνυστὸν ἀνθρώπῳ S.E.M.1.9.
II de pers. capaz πρὸς λόγους Hp.Decent.3.
Greek Monolingual
ἀνυστός, -όν (Α) ανύω
1. κατορθωτός
2. επιτρεπόμενος
3. (το ουδ. με το ως) «ὡς ἀνυστόν» — κατά το δυνατόν
4. (για πρόσωπα) ικανός, έτοιμος.
Greek Monotonic
ἀνυστός: -όν (ἀνύω), κατορθωμένος, κατορθωτός, σε Ευρ.· ὡς ἀνυστόν, όπως το ὡς δυνατόν, σιγῇ ὡς ἀν., όσο πιο σιγά γίνεται, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνυστός: исполнимый, достижимый Eur., Arst., Plut.: ὡς или ᾗ ἀνυστόν Xen. насколько возможно.