ἀποσκορακίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(5)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἀποσκορακίζω]]) [[σκορακίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διώχνω]], [[πετώ]] [[μακριά]], [[στέλνω]] [[κατά]] διαβόλου<br /><b>2.</b> (για αρχαία [[κείμενα]]) [[αποβάλλω]], [[απορρίπτω]] όσα δεν [[θεωρώ]] γνήσια χωρία, [[εξοβελίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[στέλνω]] κάποιον στον διάβολο, [[αναθεματίζω]], [[καταριέμαι]], [[βλαστημώ]].
|mltxt=(ΑΜ [[ἀποσκορακίζω]]) [[σκορακίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διώχνω]], [[πετώ]] [[μακριά]], [[στέλνω]] [[κατά]] διαβόλου<br /><b>2.</b> (για αρχαία [[κείμενα]]) [[αποβάλλω]], [[απορρίπτω]] όσα δεν [[θεωρώ]] γνήσια χωρία, [[εξοβελίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[στέλνω]] κάποιον στον διάβολο, [[αναθεματίζω]], [[καταριέμαι]], [[βλαστημώ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκορᾰκίζω:''' отвергать с гневом Plut.
}}
}}

Revision as of 17:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκορᾰκίζω Medium diacritics: ἀποσκορακίζω Low diacritics: αποσκορακίζω Capitals: ΑΠΟΣΚΟΡΑΚΙΖΩ
Transliteration A: aposkorakízō Transliteration B: aposkorakizō Transliteration C: aposkorakizo Beta Code: a)poskoraki/zw

English (LSJ)

(ἐς κόρακας)

   A wish one far enough, curse, damn, LXX Is.17.13, Plu.2.740a, Alciphr.1.38, Iamb.VP25.112.

German (Pape)

[Seite 325] (ἐς κόρακας ἀποπέμπειν), Einen zum Henker, an den Galgen schicken, Plut. Symp. 9, 5, 1; Alciphr. 1, 38 u. Sp., wie Liban. progymn. myth. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκορᾰκίζω: μέλλ. -ίσω, (ἐς κόρακας), πέμπω εἰς τοὺς κόρακας, «στέλνω ᾽ς τὸν διάβολον», ἀποδιώκω ὥστε νὰ μὴ φανῇ πλέον, Ἑβδ. (Ἡσ. ιζ΄, 13), Πλούτ. 2. 740Α, Ἀκλίφρ. 1. 38: - Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. -κιστέον, πρέπει τις ν’ ἀποσκορακίσῃ, νὰ ἀποπέμψη, νὰ ἀπορρίψῃ ν’ ἀποβάλῃ, Κλήμ. Ἀλ. 243.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποσκορακιῶ;
envoyer aux corbeaux (cf. fr. « au diable »), chasser avec colère ou mépris.
Étymologie: ἀπό, locut. ἐς κόρακας, suff. -ίζω ; cf. σκορακίζω.

Spanish (DGE)

1 enviar a los cuervos, rechazar, mandar a paseo αὐτόν LXX Is.17.13, με LXX Ps.26.9, cf. Ach.Tat.8.17.7, Plu.2.740a, Them.Or.26.329c, τὸ πλῆθος Procl.in Alc.256.1, ἀργύριον Alciphr.4.11.5, τὰ μαθήματα Alex.Aphr.in Metaph.739.21, τὴν τοῦ Πυθαγόρου συντυχίαν Iambl.VP 112, cf. Hsch.
2 de tropas licenciar LXX 1Ma.11.55.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀποσκορακίζω) σκορακίζω
νεοελλ.
1. διώχνω, πετώ μακριά, στέλνω κατά διαβόλου
2. (για αρχαία κείμενα) αποβάλλω, απορρίπτω όσα δεν θεωρώ γνήσια χωρία, εξοβελίζω
αρχ.-μσν.
στέλνω κάποιον στον διάβολο, αναθεματίζω, καταριέμαι, βλαστημώ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκορᾰκίζω: отвергать с гневом Plut.