ἀφύτευτος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀφύτευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει φυτευθεί. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀφύτευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει φυτευθεί. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφύτευτος:''' (φῠ) не засаженный растениями ([[χῶρος]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A not planted, χῶρος X.Oec.20.22.
German (Pape)
[Seite 416] nicht bepflanzt, χῶρος Xen. Oec. 20, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφύτευτος: -ον, ὁ μὴ πεφυτευμένος, χῶρος Ξεν. Οἰκ. 20. 22.
Spanish (DGE)
-ον
1 no plantado χῶρος X.Oec.20.22, γῆ Hsch.H.Hom.6.2.12.
2 fig. poco implantado δυσμένεια Gr.Nyss.Ep.1.4.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφύτευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει φυτευθεί.
Russian (Dvoretsky)
ἀφύτευτος: (φῠ) не засаженный растениями (χῶρος Xen.).