βαπτισμός: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βαπτισμός:''' ὁ, [[βύθιση]] μέσα στο [[νερό]], [[πλύση]], τελετουργική νίψη, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''βαπτισμός:''' ὁ, [[βύθιση]] μέσα στο [[νερό]], [[πλύση]], τελετουργική νίψη, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''βαπτισμός:''' ὁ омовение NT.
}}
}}

Revision as of 17:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαπτισμός Medium diacritics: βαπτισμός Low diacritics: βαπτισμός Capitals: ΒΑΠΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: baptismós Transliteration B: baptismos Transliteration C: vaptismos Beta Code: baptismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A dipping in water, immersion, Ev.Marc.7.4, Ep.Hebr.9.10, Antyll. ap. Orib.10.3.9.    2 metaph., εἰς κακίας β. οἰχήσεται Theol.Ar.30.    3 lethargic sleep, Archig.and Posidon. ap. Aët.6.3.    4 baptism, J.AJ 18.5.2.

German (Pape)

[Seite 431] ὁ, dasselbe, N. T.; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

βαπτισμός: ὁ, ἡ εἰς τὸ ὕδωρ βύθισης· ἀπόνιψις, πλύσις, Εὐαγγ. Κ. Μᾶρκ. 7. 4, 8, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. 9. 10 2) βάπτισμα, Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ἰ. 18. 5, 2, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
immersion, d’où
1 ablution;
2 baptême.
Étymologie: βαπτίζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I 1inmersión en agua κόλυμβος ... καὶ βαπτισμός Antyll. en Orib.10.3.9
fig. εἰς κακίας Theol.Ar.30
fig. de la encarnación del alma βαπτισμός (σαρκὶ καὶ αἵματι) Corp.Herm.Fr.25.8.
2 sueño letárgico οἱ μὲν ἕνα τὸν βαπτισμὸν ὑπομένουσιν Archig. y Posidon. en Aët.6.3.
II en sent. ritual
1 baño, lustración, ablución como rito de purificación en ceremonias judías βαπτισμοὶ ποτηρίων καὶ ξεστῶν καὶ χαλκίων Eu.Marc.7.4, ἐπὶ βρώμασιν καὶ πόμασιν καὶ διαφόροις βαπτισμοῖς Ep.Hebr.9.10.
2 bautismo del de Juan βαπτισμῷ συνιέναι I.AI 18.117, cf. Origenes Io.6.26
del bautismo cristiano διδαχή Ep.Hebr.6.2
en los ritos heréticos de los ebionitas, Epiph.Const.Haer.30.2, de los marcionitas que repiten el bautismo para perdón de los pecados φήσας ὅτι ἔξεστιν ἕως τριῶν λουτρῶν, εἰς ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν δίδοσθαι Epiph.Const.Haer.42.3.

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from βαπτίζω; ablution (ceremonial or Christian): baptism, washing.

English (Thayer)

βαπτισμου, ὁ (βαπτίζω), a washing, purification effected by means of water: R G L Tr in brackets) (ξεστῶν καί ποτηρίων); of the washings prescribed by the Mosaic law, βαπτισμῶν διδαχῆς equivalent to διδαχῆς περί βαπτισμῶν, L text, WH text, βαπτισμῶν διδαχῆς), which seems to mean an exposition of the difference between the washings prescribed by the Mosaic law and Christian baptism. (Among secular writings Josephus alone, Antiquities 18,5, 2, uses the word, and of John's baptism; (respecting its interchange with βάπτισμα cf. examples in Sophocles Lexicon, under the word 2and Lightfoot on L marginal reading Tr read βαπτισμός; cf. Trench, § xcix.).)

Greek Monotonic

βαπτισμός: ὁ, βύθιση μέσα στο νερό, πλύση, τελετουργική νίψη, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

βαπτισμός: ὁ омовение NT.