γλουτός: Difference between revisions
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γλουτός:''' ὁ, οπίσθια, «καπούλια», [[πρωκτός]], σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ., τα οπίσθια, Λατ. [[nates]], στον ίδ., σε Ηρόδ. | |lsmtext='''γλουτός:''' ὁ, οπίσθια, «καπούλια», [[πρωκτός]], σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ., τα οπίσθια, Λατ. [[nates]], στον ίδ., σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γλουτός:''' ὁ<b class="num">1)</b> ягодица ([[δεξιός]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. зад Hom., Her., Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A buttock, γ. δεξιός Il.5.66, cf. Hp.Fract.13, Arist.HA 493a23: pl., Il.8.340, Hdt.4.9: dual, τὼ γλουτώ X.Eq.7.2: heterocl. pl., γλουτά, τά, Sch.Theoc.6.30. II = σφαίρωμα τῆς κοτύλης, Hsch. (Cf. Skt. glaús 'round lump', Engl. clot.)
Greek (Liddell-Scott)
γλουτός: ὁ, (ἴδε κλόνις) ὁ πρωκτός, Ἰλ. Ε. 66, Ἱππ. Ἀγμ. 761, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 13, 2., 14. 1·- πληθ., τὰ ὀπίσθια, ἐφ’ ὧν καθεζόμεθα, Λατ. nates, Ἰλ. Θ. 340, Ἡρόδ. 4. 9·-παρ’ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον πυγή.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
le derrière ; οἱ γλουτοί les fesses.
Étymologie: DELG pas de mot. i.-e. pour désigner cette partie du corps ; métaph. pop. suggérant la rondeur.
English (Autenrieth)
rump, buttock, Il. 5.66, Il. 8.340. (Il.)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 glúteo, nalga, Il.5.66, Hp.Fract.13, Arist.HA 493a23, Vett.Val.393.8, Q.S.6.401
•frec. en plu. Hdt.4.9, Luc.Am.14, I.AI 15.374, D.C.43.23.2, 62.2.4, Nonn.Par.Eu.Io.21.40
•de anim. grupa op. ἰσχία Il.8.340, cf. Triph.81, Vett.Val.105.17, Thdt.H.Rel.18.1
•en dual X.Eq.7.2.
2 anat. trocánter mayor apófisis externa del fémur, Gal.2.773, cf. Hsch.
• Etimología: De la r. *gelHu̯1- en grado ø/P como aaa. kliuwa ‘bola’, que c. otros grados vocálicos da ai. glau- ‘bola’, gr. γίγγλυμος, etc.
Greek Monolingual
ο (AM γλουτός)
μία από τις δύο στρογγυλές προεξοχές στο κάτω άκρο της ράχης, επάνω στις οποίες καθόμαστε
νεοελλ.
ναυτ. γλουτοί, οι
τα καμπύλα μέρη της πρύμνης του πλοίου πάνω από την ίσαλο γραμμή
αρχ.
πληθ. γλουτοί, οἱ και ουδ. γλουτά, τά
αρθρικές κοιλότητες οστών στις οποίες εφαρμόζονται τα σφαιροειδή άκρα άλλων οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ελλ. γλουτός όσο και άλλες ινδοευρ. λέξεις με τις οποίες συνδέεται (πρβλ. σλοβεν. gluta, gluta [πιθ. < glout-] «όγκος, οίδημα», αγγλοσαξ. clūd [πιθ. < glūt-] «όγκος από πέτρα, βράχος» κ.ά.) δήλωναν αρχικά την έννοια του «στρογγυλός». Ίσως υπάρχει σχέση και με αρχ. ινδ. glau- «σωρός, βώλος», εξαιτίας του οποίου έχει υποτεθεί υστερογενής προέλευση του οδοντικού επιθήματος στην Ελληνική (πρβλ. χρώς, -τός). Για τον σχηματισμό πρβλ. και το συνών. πρωκτός.
Greek Monotonic
γλουτός: ὁ, οπίσθια, «καπούλια», πρωκτός, σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ., τα οπίσθια, Λατ. nates, στον ίδ., σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
γλουτός: ὁ1) ягодица (δεξιός Hom.);
2) тж. pl. зад Hom., Her., Arst., Plut.